Θυμόμαστε και τιμάμε σήμερα, 75 χρόνια μετά, μια μεγαλειώδη στιγμή αντίστασης και ηρωισμού. Μια πραγματικά επαναστατική πράξη, όταν χιλιάδες λαού οργανωμένου στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στο Εργατικό ΕΑΜ, στο ΚΚΕ κατέβηκαν στους δρόμους, στάθηκαν μπροστά από τους πάνοπλους κατακτητές και ματαίωσαν, προτάσσοντας κυριολεκτικά τα στήθη τους, την πολιτική επιστράτευση.

Από τις αρχές του 1943 το ζήτημα της επιστράτευσης απέκτησε επείγουσα σημασία για τη ναζιστική Γερμανία.  Η επιτυχημένη χειμερινή επίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο και η σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ τον Φεβρουάριο του 1943 προκάλεσε  σοβαρές απώλειες στη Βέρμαχτ. Η αναπλήρωση των κενών μπορούσε να αναζητηθεί είτε  στη στρατολόγηση επικουρικών μονάδων από τις κατακτημένες χώρες είτε  στην αποδέσμευση Γερμανών εργατών που απασχολούνταν στα μετόπισθεν στον τομέα της παραγωγής.

Το ζήτημα συνδεόταν άμεσα με την ίδια τη ληστρική φύση της ξενικής κατάκτησης. Αν και δεν ήταν πρωτοφανές να καλύπτονται οι οικονομικές ανάγκες του κατοχικού στρατού από την κατακτημένη χώρα, για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή Ιστορία συνέβαινε τόσο γενικευμένη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των ανθρώπων και των υλικών, σε βαθμό μάλιστα  λεηλασίας. Μετακυλύοντας το κόστος του πολέμου στους κατακτημένους λαούς και βασίζοντας την ευημερία του γερμανικού λαού πάνω στην οικονομική εκμετάλλευση των κατακτημένων χωρών η ναζιστική Γερμανία εφάρμοζε προς όφελός της ένα σύστημα αρπαγής και εκμετάλλευσης. Δεσμεύσεις, επιτάξεις αλλά και ετεροβαρείς εμπορικές συμφωνίες κλήριγκ, μετέφεραν στη Γερμανία εμπορεύματα και αγαθά που ήταν απαραίτητα όχι μόνο για τη συνέχιση του πολέμου αλλά και για την εξασφάλιση μιας σχετικά άνετης διαβίωσης του γερμανικού λαού. Την ίδια στιγμή που στις κατεχόμενες από τους Ναζί χώρες άνδρες, γυναίκες και παιδιά πέθαιναν κατά χιλιάδες από την πείνα και τις στερήσεις.

Νομιμοποιητικό υπόβαθρο ήταν η ίδια η κατάσταση πολέμου και η ιδεολογία του ναζιστικού καθεστώτος. Σύμφωνα με τη ναζιστική προπαγάνδα, ο Γερμανός στρατιώτης πολεμούσε για να σώσει των δυτικό πολιτισμό από τα Σοβιέτ και τους Εβραίους.  Ο αγώνας που έδινε δεν ήταν μόνο για τη χώρα του αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο και το σύστημα των αξιών που τον διείπε. Οι άλλοι λαοί όφειλαν να δουλέψουν σκληρά για να στηρίξουν τον γερμανικό ηρωισμό. Και αυτό σήμαινε να εκχωρήσουν στο Βερολίνο τον πλούτο τους, την παραγωγή τους αλλά και το εργατικό τους δυναμικό. Όπως τέθηκε ωμά και επιγραμματικά από τον ίδιο τον υπουργό προπαγάνδας των Ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς, «ο γερμανικός λαός δίνει το αίμα του. Η υπόλοιπη Ευρώπη ας δώσει την εργασία της». Κάτω λοιπόν από αυτό το ιδεολογικό περίβλημα της ναζιστικής ιδεολογίας η εργατική δύναμη των κατεχόμενων χωρών προοριζόταν να αποτελέσει εργάτες – δούλους στα εργοστάσια του Ράιχ.

Υπολογίζεται ότι έως το φθινόπωρο του 1944, 7.500.000 ξένοι εργάτες είχαν μεταφερθεί στη Γερμανία, όπου αποτελούσαν το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού (21%). Σε αυτούς περιλαμβάνονταν διάφορες κατηγορίες εργατών, από όσους μετάγονταν βίαια στα πολυάριθμα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης ως και όσους εθελοντικά  πήγαιναν στη Γερμανία για παροχή εργασίας. Τα μέτρα για την υποχρεωτική παροχή εργασίας ή για πολιτική επιστράτευση λήφθησαν σε όλες τις κατεχόμενες χώρες χωρίς να υπάρχει κάποιος κανόνας ως προς την εκμετάλλευση της εργασίας του εργατικού αυτού δυναμικού. Πώς όμως επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν στην ελληνική περίπτωση;

Στις 30 Ιανουαρίου 1943 ο γερμανός αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ, στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία ανάμεσα σε άλλα καθιστούσε υποχρεωτική, όταν το απαιτούσαν οι συνθήκες, την ανάληψη εργασίας από όλους τους άνδρες 16-60 ετών προς όφελος των γερμανικών ή ιταλικών υπηρεσιών ακόμα και έξω από τον μόνιμο τόπο κατοικίας τους, αν χρειαστεί, σε κοινότητες στρατοπέδευσης. Οποιος δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις τιμωρούνταν με χρηματική ποινή απεριορίστου ύψους, φυλάκιση ή ειρκτή ή με στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας.

 Η απειλή της επιστράτευσης απέκτησε πιο συγκεκριμένη μορφή στις 23 Φεβρουαρίου 1943. «Επί τη βάσει της υπό του Φύρερ και Ανωτάτου Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων χορηγηθείσης  εξουσιοδοτήσεως»  εκδόθηκε με την υπογραφή του στρατηγού Σπάιντελ το γερμανικό διάταγμα που προέβλεπε την επιστράτευση Ελλήνων πολιτών για εργασία στην υπηρεσία των κατακτητών. Στο διάταγμα επαναλαμβανόταν ότι όποιος αρνιόταν να πειθαρχήσει θα είχε να αντιμετωπίσει «…χρηματικήν ποινή ή φυλάκισιν ή ειρκτήν ή στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων».

Το βράδυ της 22ης Φεβρουαρίου οι οργανώσεις των εργατοϋπαλλήλων του Εθνικού Τυπογραφείου ειδοποίησαν την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ότι το διάταγμα στάλθηκε για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η απάντηση ήταν άμεση. Οι ΕΑΜικές εφημερίδες ξεκίνησαν τη διαφώτιση του πληθυσμού ενημερώνοντας σχετικά με την πολιτική επιστράτευση. Παράλληλα οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η ΕΠΟΝ που μόλις είχε ιδρυθεί, και το Εργατικό ΕΑΜ άρχισαν να κινητοποιούν τον κόσμο που ήταν οργανωμένος στις γραμμές τους.

 Η μάχη ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση άρχισε με τη συντονισμένη απεργία και διαδήλωση στις 24 Φεβρουαρίου και κορυφώθηκε με τη γενική απεργία και τη δυναμική διαδήλωση της 5ης Μαρτίου. Δε θα σταθώ στην περιγραφή των κινητοποιήσεων που πολύ γλαφυρά αποτυπώνεται σε κείμενα και ανταποκρίσεις της εποχής. Αξίζει να επισημανθούν ορισμένα σημεία.

Το πρώτο αφορά την παλλαϊκή κινητοποίηση του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, του ΕΕΑΜ κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ-ΚΚΕ. Στην οργάνωση και την καθοδήγηση της γενικής απεργίας σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο Νίκος Πολουμπίδης, μέλος τότε του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.

Το δεύτερο σημείο αφορά το ρόλο της νεολαίας και της οργάνωσής της, της ΕΠΟΝ. Φοιτητές αλλά και μαθητές στάθηκαν στην πρώτη γραμμή του αγώνα, κάτι το οποίο θα δούμε να επαναλαμβάνεται και στις άλλες μαζικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν, όπως σε αυτή ενάντια την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία, τον Ιούλιο του 1943. Αναδείχθηκε κατά αυτόν τον τρόπο η δυναμική της νεολαίας η οποία συγκροτήθηκε σε μια τεράστια αντιστασιακή συλλογικότητα.

Το τρίτο σημείο σχετίζεται με την δυναμική των κινητοποιήσεων. Και αυτό δε σχετίζεται  μόνο με τη διάρκειά και τη μαζικότητά τους αλλά και με την έντασή τους και την ίδια την αποφασιστικότητα των διαδηλωτών. Πάνω από 300 χιλιάδες διαδηλωτές κατέλαβαν το Υπουργείο Εργασίας στις 5 Μαρτίου και έκαψαν τις καταστάσεις εργατών προς επιστράτευση. Το ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη την επόμενη ημέρα δίνει μια παραστατική περιγραφή του όγκου της διαδήλωσης και του κλίματος που επικρατούσε:

 «Αξέχαστος θα μείνει ο χθεσινός εθνικός συναγερμός του λαού μας στην Αθήνα και τον Πειραιά για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. Κυριολεκτικά δεν έμεινε άνθρωπος που έτσι είτε αλλιώς να μην πήρε μέρος. Οι εργάτες σταμάτησαν τις δουλειές, ενώθηκαν με τους απεργούς δημοσίους υπαλλήλους. Οι καταστηματάρχες κλείσανε τα μαγαζιά και όλοι οι Ελληνες ξεχύθηκαν από το πρωί στο δρόμο κουρελιάζοντας τις απαγορεύσεις των κατακτητών και των Λογοθετόπουλου-Ταβουλάρη… Από την πλατεία Κάνιγγος ίσαμε το δημαρχείο κι από το δημαρχείο ίσαμε το Σύνταγμα, από το Σύνταγμα ίσαμε το υπουργείο Εργασίας και μέχρι την Πλατεία Βάθης, σ’ όλο αυτό τον τεράστιο χώρο – αληθινό θέατρο επιχειρήσεων – ατέλειωτες φάλαγγες διαδηλωτών εκινούνταν κι επάλευαν κι εσυγκρούονταν. Ασύλληπτες σκηνές μεγαλείου! Κατακτητές και προδότες, τάγματα καραμπινιέρων, λόχοι της Γκεστάπο, όλες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας με αφάνταστη αγριότητα προσπαθούσαν να διαλύσουν τις διαδηλώσεις. Μα ο ασυγκράτητος χείμαρρος παρέσυρε κάθε εμπόδιο. Οι ζώνες των αστυνομικών, ντόπιων και ξένων, έσπαζαν η μία ύστερα από την άλλη. Κι από παντού ξεμύτιζαν διαδηλώσεις. Οι αντλίες στάθηκαν ανίκανες να μετακινήσουν τους ακίνητους όγκους της ανθρωποθάλασσας. Και χρησιμοποιήθηκαν όλα τα σύνεργα του θανάτου. Θωρακισμένα αυτοκίνητα, τανκς, πολυβόλα, όλμοι, χειροβομβίδες, τουφέκια, περίστροφα. Πάνω από μία ώρα άνοιξαν θεριστική βολή σ’ όλο το χώρο από την οδό Σταδίου – πλατεία Κάνιγγος – υπουργείο Εργασίας – πλατεία Βάθης. Βαρούσαν στον ψαχνό με λύσσα ύαινας. Πολλά, πάρα πολλά τα θύματα».

 Η ΕΑΜική Ελεύθερη Ελλάδα λίγες ημέρες αργότερα έκανε τον τραγικό απολογισμό:   «Δεκαεφτά νεκροί και εκατόν εξήντα πληγωμένοι καθιέρωσαν ακόμα μια φορά το αναφαίρετο της ζωής και της ελευθερίας ενός λαού που ξέρει να αγωνίζεται και να θυσιάζεται γι’ αυτό και το επισφράγισαν ακόμα μία φορά με τη σφραγίδα του αίματος».

Οι κινητοποιήσεις από τις 24 Φεβρουαρίου έως τις 5 Μαρτίου οδήγησαν το οργανωμένο λαϊκό κίνημα σε ανώτερες μορφές πάλης. Ανέδειξαν τις οργανωτικές δυνατότητες του ΕΑΜ, και προσέφεραν εμπειρία στην ΕΑΜική καθοδήγηση. Η επιτυχία τους προσέδωσε κύρος στο ΕΑΜ που αναδεικνυόταν ως ο βασικός φορέας προάσπισης των συμφερόντων του λαού. Το ΕΑΜ δεν έσωζε μόνο από την πείνα αλλά αποτελούσε ασπίδα προστασίας απέναντι στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους.

Από την άλλη μεριά – γιατί για άλλη μεριά πρόκειται – για πρώτη φορά ασκήθηκε ένοπλη βία απέναντι στις αντιστασιακές οργανώσεις από ελληνικά σώματα στην υπηρεσία των κατακτητών, όπως το Μηχανοκίνητο Τάγμα της Αστυνομίας με διοικητή τον Μπουραντά. Καθένας λοιπόν πήρε τη θέση του, όπως γίνεται πάντα στην Ιστορία. Άλλος με τον λαό και τα συμφέροντα των πολλών και άλλος ενάντιά του. Και κανένα ξέπλυμα της Ιστορίας, κανένας αναθεωρητισμός δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα.

Παρόμοιες κινητοποιήσεις ενάντια στην επιστράτευση οργανώθηκαν από το ΕΑΜ και τις οργανώσεις του και σε άλλες ελληνικές πόλεις δίνοντας το χαρακτήρα μιας πραγματικής πανελλαδικής λαϊκής εξέγερσης.  Ο αθηναϊκός λαός οργανωμένος στις γραμμές του ΕΑΜ, κάτω από την καθοδήγηση της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ κατόρθωσε να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση.  Οι ναζιστικές ωστόσο πρακτικές  της απομύζησης, της λεηλασίας, της αρπαγής του εθνικού μας πλούτου συνεχίστηκαν ως το τέλος. Οι Ναζί, ότι δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν με τη συναίνεση του λαού, το επιχείρησαν με τα μπλόκα σε χωριά και πόλεις της Ελλάδας, στις γειτονιές της Αθήνας, εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του 1944. Με την αρωγή των συνεργατών τους, των ταγματασφαλιτών και κάθε είδους προδοτών της πατρίδας μας. Όχι μόνο εκτελώντας αγωνιστές αλλά στέλνοντας χιλιάδες ως δουλικό εργατικό δυναμικό στα γερμανικά κάτεργα.

Και μεις είμαστε σήμερα εδώ, 75 χρόνια μετά, από την ηρωική, τη μεγαλειώδη διαδήλωση του αθηναϊκού λαού για να κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή. Για να τιμήσουμε αυτούς που αγωνίστηκαν ενάντια στη ναζιστική λαίλαπα. Αλλά και για μια Ελλάδα πραγματικά λεύτερη και λαοκρατούμενη. Για να αναστήσουμε το όνειρό τους. Για να διατρανώσουμε ότι «τίποτε δεν πάει χαμένο από τη χαμένη τους ζωή». Αλλά και για να τονίσουμε ακόμα μια φορά το απαράγραπτο αίτημα της διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Για να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Της Βασιλικής Λάζου

ΕΔΙΠ Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ