20.04.08
Για το συνέδριο των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα

Από 02.12. – 04.12.2005 στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία έχει γίνει ένας θετικός απολογισμός για την έρευνα των εγκλημάτων των Ναζί. Είτε ο ερευνητής του φασισμού κ. Martin Broszat, είτε ο κ. Adalbert Rlückert, που είναι επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας, μία ολόκληρη φάλαγγα από επιστήμονες και νομικούς εκφράζουν την εκτίμησή τους για τις επιδόσεις της δικαιοσύνης στην Γερμανία. Και προσθέτω και μία παραπομπή του Günter Wieland, ενός εισαγγελέα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας : “Στις τελευταίες τρεισήμισι δεκαετίες η γερμανική δικαιοσύνη έχει καταβάλει εξαιρετικές προσπάθειες για τη διαλεύκανση των αξιόποινων πράξεων των Ναζί γενικά και των εγκλημάτων πολέμου ειδικά”.

 

Όμως αυτό το αποτέλεσμα έχει υποστεί και πριν και μετά αυστηρή κριτική. Θυμηθείτε έναν από τους διαπρεπείς κριτικούς Ralf Giordano, ο οποίος χαρακτήρισε την μη διαλεύκανση των εγκλημάτων των Ναζί ως “δεύτερη ενοχή”: “Το κράτος δικαίου χρησιμοποιείται εδώ ως συνώνυμο για την ευνοϊκή μεταχείριση των ενόχων”. Όποιος επιπλέον διαβάσει το βιβλίο του Ingo Müller για τους φοβερούς δικηγόρους, είναι αναγκασμένος να καταλήξει σε μια διαφορετική γνώμη από την

Κι’ όλα ξεκίνησαν αισιόδοξα με την πολύκροτη δίκη της Νυρεμβέργης και των επόμενων 12 δικών, που ακολούθησαν με πρωταγωνιστές τους Αμερικανούς, χωρίς τους Σοβιετικούς, τους Γάλλους και τους Άγγλους.

Θα αναφερθώ μόνο σε μία δίκη, η ονομαζόμενη “περίπτωση νούμερο 7” ενάντια στους στρατηγούς της Νότιο-Ανατολικής περιοχής, εκείνους που έδρασαν στη Βαλκανική, από τη Γιουγκοσλαβία έως την Ελλάδα. Ονομάζει κανείς τις δίκες, δίκες που αφορούν τις δολοφονίες ομήρων, όπως αποκαλούνται στη στρατιωτική και νομική ορολογία. Οι στρατηγοί αυτοί ήταν υπόλογοι για τις μαζικές δολοφονίες, όπως π. χ. Στα Καλάβρυτα, το Κομμενό, το Δίστομο και την Κλεισσούρα. Η διεξαγωγή των δικών αφορούσε δώδεκα στρατηγούς, από τους οποίους καταδικάστηκαν οχτώ.

Ο μικρός αριθμός των κατηγορουμένων στα δικαστήρια υποδηλώνει την πρόθεση των συμμάχων κατά την πρώτη δίκη εναντίον του Göring & Co. Οι δίκες όφειλαν να μη περιλάβουν όλους τους δράστες, αλλά να είναι πιλοτικές για την μελλοντική δημοκρατική δικαιοσύνη της Γερμανίας – ένα διδακτικό παράδειγμα για τη μελλοντική δικαιοσύνη.

Στην περίπτωση “νούμερο 7” καταδικάστηκαν κυρίως ο Wilhelm Speidel, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής στην Ελλάδα σε 20 χρόνια και ο Helmut Felmy, στρατηγός της Αεροπορίας και διοικητής της Νοτίου Ελλάδας, σε 15 χρόνια. Τα αίτια της καταδίκης ήταν ορισμένα ολοκαυτώματα αθώων πολιτών, που διαπράχτηκαν ως εκδίκηση (ανταπόδοση) και εξιλέωση για επιθέσεις παρτιζάνων εναντίον των κατοίκων.

Το βασικό νομικό ερώτημα που τίθεται: “Δικαιολογείται νομικά η εκτέλεση πολιτών στα χωριά, ως εκδίκηση για επιθέσεις παρτιζάνων, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν γερμανοί στρατιώτες; Όπως είναι γνωστό είχε εκδοθεί η διαταγή του γενικού διοικητή Keitel στις 16.09.1941: “Για έναν γερμανό στρατιώτη πρέπει να εκτελεστούν 100 κομμουνιστές αιχμάλωτοι., για έναν στρατιώτη που θα τραυματιστεί, 50 αιχμάλωτοι”. Αυτός ο αριθμός έπαιζε και πολλές φορές δεν εφαρμόστηκε. Ήταν όμως η γενική δικαιολογία για γερμανούς νεκρούς κατά τη διάρκεια μαχών με τους παρτιζάνους, να σκοτώνουν πολίτες , είτε ήταν ανακατεμένοι σε επιθέσεις παρτιζάνων είτε όχι.

Αυτό ήταν και το κεντρικό νομικό θέμα, για το οποίο εκαλείτο ο δικαστής CharlesWennerström να αποφανθεί. Ο αμερικανός κατήγορος σ’ αυτές τις δίκες κατέθεσε τα ακόλουθα επιχειρήματα: “Επειδή τόσο ο πόλεμος εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, Σερβίας όσο και εναντίον της Ελλάδας ήταν ένας επιθετικός πόλεμος και συνεπώς αντίθετος με το διεθνές δίκαιο, ήταν κάθε κατοχή και κατοχική συμπεριφορά εναντίον του διεθνούς δικαίου. Για το λόγο αυτό οποιαδήποτε εκτέλεση πολιτών δεν μπορεί να στηριχτεί νομικά”.

Ο δικαστής Richter Wennerström δεν συμφωνούσε τότε και επιχειρηματολογούσε ως ακολούθως: “Σύμφωνα με τη συνθήκη πολέμου της Χάγης δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στην κατοχή που μπορεί να επιτρέπεται νομικά ή να μην επιτρέπεται και να μην δικαιολογείται. Για όλες τις περιπτώσεις ισχύει η συνθήκη πολέμου της Χάγης”. Και παραπέρα: “Η εκτέλεση αιχμαλώτων επιτρέπεται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις ως ένα απόλυτα τελευταίο μέσο”.

Αυτό το θέμα ήταν τότε αντικείμενο διαμάχης. Αλλά σύμφωνα με τη γνώμη του ανωτέρω, η δράση των παρτιζάνων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αντέκειντο στο δίκαιο. Επειδή όμως από την άλλη μεριά εθεωρείτο ότι στον αγώνα τους δεν είχαν πάντοτε το δίκαιο με το μέρος τους, δεν μπορούσαν πάντοτε να επικαλούνται την προστασία της συνθήκης της Χάγης. Ένα πρόβλημα που ακόμη και τότε δημιουργούσε διχογνωμία στην ερμηνεία του διεθνούς δικαίου.

Επιθυμώ να σας αναφέρω 1 παραδείγμα, για να δείτε συγκεκριμένα, πως έγιναν όλα αυτά.

Αφορά τη σφαγή των Καλαβρύτων στην Πελοπόννησο, που έπαιξε κάποιο ρόλο της δίκης της Νυρεμβέργης, για την εκτέλεση ομήρων και αποτέλεσε τη βάση για την καταδίκη του στρατηγού Felmy.

Η βόρεια Πελοπόννησος ήταν το καλοκαίρι του 1943 κέντρο δραστηριότητας των παρτιζάνων. Τότε είχε σταλεί το πρώτο τάγμα του συντάγματος ορεινών καταδρομών, βέβαια χωρίς επαρκή εξοπλισμό, για μια αναγνωριστική επιχείρηση στην περιοχή των Καλαβρύτων. Τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν. Τον Οκτώβριο του 1943 αιχμαλωτίστηκαν 78 στρατιώτες αυτού του αποσπάσματος από τους παρτιζάνους. Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους Γερμανούς, κατά τις οποίες οι Γερμανοί επέμεναν, να ανταλλάξουν έναν προς ένα, ένας παρτιζάνος για έναν Γερμανό κ.λπ. Αυτή η διαδικασία τράβηξε μακριά και στους Έλληνες δημιουργήθηκε η υποψία, ότι οι Γερμανοί προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν ξανά στρατιωτικά, για να επιχειρήσουν επίθεση. Και έτσι έγινε.

Συγκέντρωσαν 3.000 άνδρες, οι οποίοι ξεκίνησαν μια μεγάλη επιχείρηση αντιποίνων. Με γεγονός την προσέγγιση των 3.000 ανδρών εκτέλεσαν οι παρτιζάνοι όλους τους Γερμανούς αιχμαλώτους. Αυτό συνέβη στις 7. Δεκεμβρίου, ενώ στις 8. Δεκεμβρίου ήρθε η διαταγή, να ισοπεδώσουν τους οικισμούς Μαζαίικα και Καλάβρυτα.

Στη δίκη της Νυρεμβέργης αναφέρθηκαν 758 φονευθέντες, όλοι άμαχοι πολίτες, η γενική διοίκηση του στρατού μίλησε για 695 θανάτους – αλλά αυτό δεν είναι το καθοριστικό. Στη δίκη της Νυρεμβέργης ο δικαστής Wennerström αποφάσισε: Αυτό ήταν “plain murder”, καθαρός φόνος” , που δεν δικαιολογείται με κανένα επιχείρημα.

Για το λόγο αυτό δεν μπορούσαν να επικαλεστούν ούτε μεταμέλεια ούτε να κατοχυρώσουν τον εαυτό τους νομικά και γι’ αυτό καταδικάστηκαν. Βέβαια η όλη διαδικασία κατέληξε, όπως οι πλείστες καταδίκες εναντίον των Ναζί – εγκληματιών: Καταδικάστηκαν μεν, αλλά μετά την αμνηστία από τον McCloy το 1951 δεν εξέτησε κανείς από τους καταδικασθέντες την ποινή του.

Όλοι στην “περίπτωση νούμερο 7” καταδικασθέντες απελευθερώθηκαν το 1951, δηλαδή μετά από δύο χρόνια. Αυτή η αμνηστία – και όχι η καταδίκη – αποτέλεσε αργότερα για τη γερμανική για τη γερμανική δικαιοσύνη και τις δικαστικές αρχές το άλλοθι, ώστε να μην εφαρμόσουν με ακρίβεια και επισταμένη δικαστική προσπάθεια την αυστηρή ποινική δίωξη, που ήταν απαραίτητη, για να εξιλεώσουν μέσω ποινών και άλλα εγκλήματα. Υπήρξε φυσικά η δίκη εναντίον των εικικών δυνάμεων που επιτέθηκαν στην Λετονία, υπήρξε και δίκη του Άουσβιτς, αλλά τα συνηθισμένα εγκλήματα πολέμου του στρατού αγνοήθηκαν παντελώς.

Τελευταία ανανέωση ( 20.04.08 )