Η είδηση της απαγωγής του, στις 26 Απριλίου 1944, έπεσε ως ‘κεραυνός εν αιθρία’ στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής της Κρήτης και το Γερμανικό Επιτελείο του Βερολίνου, συγκλονίζοντας ακόμη και τον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Κράιπε (Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe) ήταν ένας ζωντανός θρύλος για τους πολεμιστές της Wehrmacht, έχοντας παρασημοφορηθεί πάμπολλες φορές στην μακρόχρονη υπηρεσία του στο στράτευμα από την εποχή ακόμη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τραγική ειρωνεία, ο εμπειροπόλεμος ταξίαρχος Κράιπε απήχθη ανήμερα της κοινοποίησης της προαγωγής του σε υποστράτηγο, στα πλαίσια της ανάληψης των νέων του καθηκόντων ως ανώτατος διοικητής της Μεγαλονήσου, 1.200 χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο μέτωπο!
Ο Κράιπε είχε έρθει στην Κρήτη μόλις δύο μήνες και δύο μέρες πριν την απαγωγή του, σε αντικατάσταση του στρατηγού Μύλερ (Friedrich Wilhelm Muller), προκειμένου να ξεκουραστεί από τις αδιάκοπες παρουσίες του στην πρώτη γραμμή του Ανατολικού Μετώπου.
Το αρχικό σχέδιο των Βρετανών προέβλεπε την απαγωγή του Μύλερ, που είχε προ πολλού καταφέρει να ξεσηκώσει θύελλα αντίδρασης στα συμμαχικά κλιμάκια εξαιτίας των εγκλημάτων του σε βάρος του άμαχου πληθυσμού του ηρωικού κρητικού λαού. Η ενδιάμεση απρόβλεπτη αντικατάστασή του από τον Κράιπε δεν πτόησε τους Βρετανούς, εφόσον έτσι κι αλλιώς στόχος τους ήταν η εξύψωση του ηθικού των μελών της ντόπιας αντίστασης και του λαού, με ταυτόχρονη προσβολή του ηθικού των δυνάμεων κατοχής της Κρήτης.
Ως κατοικία του στρατηγού Κράιπε είχε επιλεγεί η βίλα ‘Αριάδνη’, απέναντι από τα ερείπια της αρχαίας Κνωσσού, πέντε περίπου χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Η βίλα είχε χτιστεί από τον ίδιο τον Άγγλο αρχαιολόγο Έβανς (Arthur Evans), που διενήργησε τις ανασκαφές για το ανάκτορο του βασιλιά Μίνωα. Για συμβολικούς λόγους ο Έβανς τότε είχε χαρίσει στην βίλα το όνομα της κόρης του μυθικού βασιλιά. Στην μικρή κωμόπολη Άνω Αρχάνες, σε απόσταση 17 περίπου χιλιομέτρων από την βίλα, βρισκόταν το στρατηγείο του Κράιπε. Κατά την συνήθειά του, ο στρατηγός πήγαινε καθημερινά στο στρατηγείο του και επέστρεφε σπίτι του λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Κατά την διάρκεια αυτής ακριβώς της καθημερινής διαδρομής του Κράιπε κρίθηκε σκόπιμο να εκτελεστεί το παράτολμο εγχείρημα της απαγωγής του.
ΕΝΑ ΠΛΩΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ
Για τον λόγο αυτό οι Γερμανοί επέδειξαν ιδιαίτερη σπουδή στην οργάνωση των οχυρωματικών έργων και την μεταφορά ειδικών μονάδων στο νησί, ώστε να καταστεί σύντομα ένα πραγματικό φρούριο (Festung Kreta).
Την 10η Ιανουαρίου 1942, η μέχρι πρότινος τοποθετημένη στην Θράκη 164η Μεραρχία Πεζικού είχε ολοκληρώσει την εγκατάσταση όλων των τμημάτων της στο νησί και μετονομάστηκε σε Φρουριακή Μεραρχία Κρήτη (Festungs Division Kreta -FDK). Στα μέσα του μήνα συγκροτήθηκε η 1η Ταξιαρχία Κρήτη (1. Festungs Brigade Kreta) και την 20η Ιουλίου μεταφέρθηκε στην Μεγαλόνησο η 2η Ταξιαρχία Κρήτη με έδρα τα Χανιά, που πλέον δεν έφερε αρίθμηση, επειδή η 1η Ταξιαρχία έλαβε εντολή να μετατεθεί στην Κροατία. Τον Αύγουστο η FDK μεταφέρθηκε στην Βόρεια Αφρική, αλλά ήδη από τον Ιούλιο είχε καταφτάσει στην Κρήτη η 22η Μεραρχία Πεζικού από το Ανατολικό Μέτωπο (Σεβαστούπολη – Κριμαία). Αυτή η μονάδα αρχικά ονομαζόταν 22η Αερ/μενη Μεραρχία (22. Luftlande Division) και σε συνδυασμό με την 7η Αερ/μενη Μεραρχία έλαβε μέρος στην εισβολή κατά της Ολλανδίας το 1940. Δεν συμμετείχε στην κατάληψη της Κρήτης (την αντικατέστησε η 5η Ορεινή Μεραρχία), γιατί ανέλαβε την φύλαξη των πετρελαιοπηγών του Πλοέστι της Ρουμανίας.
Διοικητής της 22ης ΜΠ στην Ελλάδα ανέλαβε ο αντιστράτηγος Μύλερ. Ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ‘Φρουρίου Κρήτη’ από τις 15 Οκτωβρίου 1942 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1943 υπήρξε ο στρατηγός της Luftwaffe Μπρόγερ (Bruno Brauer), οπότε και παρέδωσε την γενική διοίκηση στον Μύλερ. Ο Κράιπε ανέλαβε την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Κρήτης στις 24 Φεβρουαρίου 1944. Τώρα η Φρουριακή Ταξιαρχία είχε επανδρωθεί κατάλληλα, ώστε να σχηματιστεί η 133η Φρουριακή Μεραρχία. Επίσης, όσοι Ιταλοί των Μεραρχιών Λέτσε και Σιένα, που μέχρι πρότινος διοικούνταν από τον στρατηγό Κάρτα (Angelo Karta), παρέμειναν πιστοί στον Άξονα, εντάχθηκαν στους γερμανικούς σχηματισμούς.
Παράλληλα, οι Γερμανοί ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο δίκτυο αντικατασκοπίας προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί η δράση πάμπολλων αντιστασιακών οργανώσεων, που δρούσαν αυτόνομα ή σε συνεργασία με τις κατευθυνόμενες από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ομάδες Βρετανών αξιωματικών.
Πολλοί από αυτούς τους άνδρες είχαν λάβει μέρος στην άμυνα του νησιού το 1941 και απλά παρέμειναν κρυμμένοι στα δάση και τα βουνά ή στις κωμοπόλεις και τα χωριά, μεταμφιεσμένοι σε ντόπιους. Στην πορεία, κατέφτασαν αρκετοί νέοι, είτε μέσω αποβατικών ενεργειών στις νότιες ερημικές παραλίες, είτε μέσω ρίψεων με αλεξίπτωτο. Έτσι, το Κάιρο ήταν πάντα ενήμερο για τις κινήσεις του εχθρού, αφού καθημερινά ελάμβανε μέσω ασυρμάτου τις αναγκαίες πληροφορίες, αλλά και διενεργούνταν επιτυχώς δολιοφθορές σε αποθήκες και εγκαταστάσεις του, ώστε να παρακωλύεται η ομαλή λειτουργία των δυνάμεων κατοχής σε μια από τις κρισιμότερες φάσεις του πολέμου. Συχνά μάλιστα η οργανωμένη αντίσταση φυγάδευε εκτός του συμμαχικού προσωπικού και Κρητικούς ή άλλους Έλληνες, που επιθυμούσαν να καταταγούν στις μονάδες του Ελεύθερου Ελληνικού Στρατού στην Μέση Ανατολή, αλλά και λιποτάκτες από τις τάξεις του Άξονα (συνήθως Ιταλούς).
Ενόψει αυτών, η αντίδραση των δυνάμεων κατοχής σε βάρος της ζωής και της περιουσίας των ντόπιων υπήρξε σκληρή και βάναυση. Ιδίως οι Γερμανοί, των οποίων οι θυσίες σε έμψυχο υλικό κατά την αεραποβατική τους προσπάθεια να καταλάβουν την Κρήτη υπήρξαν οδυνηρότατες, ποτέ δεν συγχώρεσαν τον υπερήφανο κρητικό λαό για το πνεύμα αντίστασης που επέδειξε. Τους βομβαρδισμούς διαδέχτηκαν οι ομαδικές εκτελέσεις, οι πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών και ο θάνατος όσων οδηγήθηκαν σε εξαντλητικά καταναγκαστικά έργα. Οι απηνείς διώξεις και τα εγκλήματα, με κύριους εμπνευστές τους Μπρόγερ και Μύλερ, συνεχίστηκαν σε όλη την διάρκεια της κατοχής προκαλώντας έναν ποταμό αίματος. Η σκληρότητα ιδίως του τελευταίου, για την οποία χαρακτηριστικά ονομάστηκε ‘χασάπης της Κρήτης’, προκάλεσε έντονη την ανησυχία των Συμμάχων σχετικά με το μέλλον του πληθυσμού της Μεγαλονήσου.
Η στάση του έγινε περισσότερο απεχθής και απάνθρωπη, όταν τον Σεπτέμβριο του 1943 η κυβέρνηση του στρατηγού Μπαντόλιο συνθηκολόγησε με τους Συμμάχους. Σαν συνέπεια αυτού οι ιταλικές δυνάμεις της Κρήτης παραδόθηκαν στους Γερμανούς, εκτός από ορισμένους αμετανόητους φασίστες, που προτίμησαν να συνεχίσουν τον πόλεμο στο πλευρό τους.
Όταν στις 16 εκείνου του Σεπτεμβρίου ο ανώτατος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στην Κρήτη, στρατηγός Κάρτα, φυγαδεύτηκε οικειοθελώς στο Κάιρο (παίρνοντας μάλιστα μαζί του αρκετά πολύτιμα για την άμυνα του νησιού έγγραφα και χάρτες), η αντίδραση του Μύλερ υπήρξε τερατώδης.
Το γεγονός αυτό τελικά πυροδότησε την επιθυμία του Βρετανού ταγματάρχη Φέρμορ (Patrick Michael Leigh Fermor, γνωστός και ως ‘Paddy’ ή ‘Φιλεντέμ’, επειδή αγαπούσε ιδιαίτερα το κρητικό τραγούδι με τον χαρακτηριστικό σκοπό) -που την εποχή εκείνη βρισκόταν στο Κάιρο ως συνοδός του στρατηγού Κάρτα και ήδη διατελούσε ως σύνδεσμος αξιωματικός του εκεί συμμαχικού στρατηγείου με τις αντάρτικες ομάδες της Μεγαλονήσου- να ξαναθέσει στη κρίση των προϊσταμένων του την παλιά του ιδέα της απαγωγής του Μύλερ και της μεταφοράς του στο Κάιρο. Πριν τρεις μήνες η σκέψη αυτή είχε απορριφθεί. Αλλά τώρα το Λονδίνο έδινε τις ‘ευλογίες’ του. Μοναδική αγωνία όλων ήταν η επιχείρηση να εκτελεστεί κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να μην ενοχοποιηθούν εκ των υστέρων οι ντόπιοι και προκαλέσουν την οργή των Γερμανών. Κατά τα άλλα, ο Φέρμορ εξουσιοδοτείτο εν λευκώ να οργανώσει με απόλυτη ελευθερία κινήσεων το όλο εγχείρημα.
Ο ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο Φέρμορ άρχισε με πολύ προσοχή να συνθέτει την ομάδα κρούσης, λαμβάνοντας αυστηρά υπόψιν του τις ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός. Ο Βρετανός λοχαγός Μος (Ivan William Stanley Moss, αργότερα γνωστός με το ψευδώνυμο Billy), εκτός από θάρρος και εμπειρία στις καταδρομικές επιχειρήσεις που διέθετε, γνώριζε αρκετές γλώσσες και είχε εξαιρετικές ικανότητες στην οδήγηση. Ο χωροφύλακας Μανώλης Πατεράκης, μέλος της τοπικής αντίστασης, γνώριζε άπταιστα τα μονοπάτια και τα βουνά της Κρήτης, όπως και ο ανθυπολοχαγός Γιώργος Τυράκης από την Σάτα (γνωστός στην περιοχή ως Τυρογιώργης). Και οι δύο αυτοί Κρήτες είχαν εκπαιδευτεί στα σαμποτάζ στην Μέση Ανατολή (Χάιφα) και στο Tara του Καΐρου. Οι τέσσερις άνδρες θα ρίχνονταν με αλεξίπτωτα σε ελεγχόμενη από αντάρτες περιοχή και θα διενεργούσαν πολυήμερη αναγνώριση στην περιοχή του Ηρακλείου, ώστε ν’ αποκομίσουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα και τα ωράρια των Γερμανών, καθώς επίσης να καθορίσουν το δρομολόγιο και το σημείο διαφυγής της ομάδας μετά το πέρας της αποστολής.
Αλλά πρώτα μεταφέρθηκαν σε εκπαιδευτικό κέντρο αλεξιπτωτιστών στην Χάιφα της Παλαιστίνης για ν’ αποκτήσουν ανάλογη εμπειρία. Στην συνέχεια επέστρεψαν στο Κάιρο. Τότε ο Πατεράκης εισηγήθηκε να συμπεριληφθούν στην ομάδα ακόμη τρεις Έλληνες ειδικοί στα σαμποτάζ: ο Γρηγόρης Χναράκης, ο Αντώνης Παπαλεωνίδας και ο χωροφύλακας Αντώνης Ζωιδάκης –όλοι εκπαιδευμένοι στην Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operation Executive -SOE) Καΐρου, στον επιχειρησιακό κλάδο για την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Βουλγαρία (Advance Force 133). Μετά το πέρας των προετοιμασιών, ο Φέρμορ μαζί με την αρχική ομάδα στάλθηκε μέσω Βεγγάζης στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, ώστε λαμβάνοντας μέρος σε σύντομες καταδρομικές αποστολές να εξασκήσουν τις γνώσεις τους.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1944 ένα αεροσκάφος τύπου Wellington απογειώθηκε από την Μπάρντια της Λιβύης με κατεύθυνση το οροπέδιο Ομαλού, σαράντα πέντε χιλιόμετρα από την πόλη του Λασιθίου. Μέσα του είχαν λάβει θέσεις για ρίψη με αλεξίπτωτα η ομάδα των τεσσάρων κομάντος, δηλαδή ο Φέρμορ, ο Μος, ο Πατεράκης και ο Τυράκης. Προς τούτο είχε έγκαιρα ειδοποιηθεί ο Βρετανός λοχαγός Ρέντελ (Alexanger Rendel), που με το ψευδώνυμο ‘Αλέξης’ εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη αξιωματικού συνδέσμου των ανταρτών του Λασιθίου με το επιτελείο του Καΐρου, να βρίσκεται στην τοποθεσία ‘Καθαρόν’ μεταξύ των χωριών Κριτσά και Τάπες. Σε βοήθειά του είχαν προστρέξει οι πατριώτες Μανώλης Αγγελάκης, Χρήστος Ζαμπετάκης από το Καμινάκι και Γιάννης Σταυρακάκης. Ωστόσο, μια ξαφνική επιδείνωση του καιρού επέτρεψε μόνο την προσεδάφιση του Φέρμορ.
Ακολούθησαν δώδεκα ακόμη αποτυχημένες προσπάθειες, μέχρι τελικά στις 22 Μαρτίου να καταφέρουν οι υπόλοιποι τρεις να ριφθούν με τα αλεξίπτωτά τους. Κι αυτό γιατί οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες από την μια και οι συνεχείς κινήσεις των Γερμανών από την άλλη δεν άφηναν κανένα περιθώριο. Οι επίμονες αυτές προσπάθειες, άλλωστε, είχαν γίνει αντιληπτές από τον εχθρό, που έσπευσε αμέσως να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Οι Γερμανοί φαντάζονταν ότι επρόκειτο για αλλεπάλληλες ρίψεις καταδρομικών μονάδων και τοποθέτησε στην περιοχή του οροπεδίου ισχυρές δυνάμεις, καθιστώντας την παρουσία του Φέρμορ και των άλλων πατριωτών σε κίνδυνο. Αποφασίστηκε λοιπόν να μεταφερθούν όλοι σε κάποιο ασφαλέστερο κρησφύγετο, στην περιοχή Μάλες, αφού πρώτα ειδοποίησαν με ασύρματο τις υπηρεσίες του Καΐρου να οργανώσουν την προώθηση των υπολοίπων μέσω πλοίου. Πράγματι, την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου είχαν διενεργηθεί δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες αποβίβασης των κομάντος σε συμφωνηθέν σημείο των νοτίων ακτών του νησιού.
ΣΤΗΝ ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΓΗ
Στον δρόμο προς την σπηλιά, που σύμφωνα με υπόδειξη του Ζωγραφάκη θα αποτελούσε το πρώτο τους κρησφύγετο, ο Φέρμορ ενημέρωσε τον Μος για το γεγονός της αντικατάστασης του Μύλερ, τονίζοντας ασφαλώς πως η αποστολή θα εκτελείτο οπωσδήποτε, έστω σε βάρος κάποιου άλλου στρατηγού. Ο Μος συμφώνησε λυπημένος που χανόταν η ευκαιρία να τιμωρηθεί επιτέλους ο απάνθρωπος Μύλερ, επειδή κατανοούσε την σημασία της αποστολής.
Το σημαντικότερο ήταν να πετύχουν ένα πλήγμα στην ψυχολογία του εχθρού. Γύρω στις 4.00 τα χαράματα έφτασαν κατάκοποι στην σπηλιά, μετά από πορεία πέντε ωρών. Αφού επανέκτησαν τις δυνάμεις τους, ξεκίνησαν πάλι την νυχτερινή τους πορεία προς τα βόρεια του νησιού, και τα ξημερώματα της 7ης Απριλίου έφτασαν στο χωριό Κασταμονίτσα, αφού προηγουμένως ο καπετάν Κατσιάς με τα παλικάρια του αποχώρησαν για την περιοχή του Ρεθύμνου και ο λοχαγός Ρέντελ με τους δικούς του για τα βουνά του Λασιθίου. Στο χωριό η ομάδα του Φέρμορ φιλοξενήθηκε από τον Ζωγραφάκη στο σπίτι του. Η οικογένειά του ήξερε ν’ αψηφά τους κινδύνους και ν΄ αντιμετωπίζει με θάρρος κάθε ρίσκο προκειμένου να ωφεληθεί ο κοινός αγώνας για λευτεριά.
Το ίδιο μεσημέρι κατέφτασε από το Ηράκλειο ο Μιχάλης Ακουμιανάκης (γνωστός με το ψευδώνυμο ‘Μίκυ’). Ο Ακουμιανάκης ήταν παλιός γνώριμος του Φέρμορ, από τότε που εκπαιδευόταν στο Κάιρο από στελέχη της SOE για να ηγηθεί κλιμακίου της AF133 στην Κρήτη. Αυτός τους πληροφόρησε ότι τελικά ο αντικαταστάτης του Μύλερ ήταν ο στρατηγός Κράιπε, και ότι το σπίτι του βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την βίλα ‘Αριάδνη’ όπου διέμενε, ώστε κάλλιστα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παρακολούθηση. Ακολούθησε πολύωρο συμβούλιο, που κατέληξε στα εξής: το βράδυ της επομένης οι Φέρμορ, Πατεράκης και Ακουμιανάκης θα έφευγαν για το Ηράκλειο κι από εκεί για την Κνωσσό, προκειμένου να παρακολουθήσουν από κοντά τις κινήσεις του Κράιπε, ενώ ο Μος και οι υπόλοιποι για περισσότερη ασφάλεια θα μετακινούνταν προς μια κοντινή σπηλιά στα βουνά της Κασταμονίτσας (λημέρι ‘μάνδρα Σηφογιάννη’).
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ
Η τακτική καθημερινή σημείωση όλων των κινήσεων του στρατηγού έδειξε ότι το ωράριό του ήταν κάτι παραπάνω από ακριβές. Το πρωί η πολυτελής κούρσα του (Opel Kapitan) με οδηγό τον ανεψιό του, στρατιώτη Άλμερτ Φένσκε, τον πήγαινε στο στρατηγείο του στις Άνω Αρχάνες, απ’ όπου επέστρεφε συνήθως γύρω στις εννέα το βράδυ. Το ευχάριστο ήταν πως σε κάποιο σημείο αυτής της διαδρομής ο δευτερεύων δρόμος των Άνω Αρχάνων έστριβε απότομα και αρκετά κλειστά, ώστε τα αυτοκίνητα αναγκάζονταν να επιβραδύνουν υπερβολικά προκειμένου να μην εκτροχιαστούν. Ήταν ακριβώς στην διασταύρωση με τον κυρίως δρόμο του Ηρακλείου, μια περιοχή χαρακτηρισμένη από υψώματα με αμπελώνες, που θα μπορούσαν κάλλιστα να παρέχουν κάλυψη στους κομάντος. Επίσης και στις δύο πλευρές του δρόμου διέτρεχαν βαθιά χαντάκια, προφανώς για να μεταφέρουν νερό στις αγροκαλλιέργειες αλλά και ν’ αποστραγγίζει ο δρόμος από τα όμβρια ύδατα, ώστε οι απαγωγείς είχαν μια ακόμη κρυψώνα πρώτης τάξης.
Ο Φέρμορ δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Θα χτυπούσαν βραδάκι, κατά την επιστροφή του στρατηγού στο σπίτι του. Από την στιγμή που θα εκδηλωνόταν η επιχείρηση, ο καπετάν Μπουτζαλής με τους άνδρες του και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης με δυο Ρώσους, που κατάφεραν να δραπετεύσουν και να ενταχθούν στην αντίσταση, θα αναλάμβαναν να μην επιτραπεί η διέλευση άλλων τυχόν αυτοκινήτων από το σημείο. Κάποιος θα έκρυβε το πολυτελές Opel, ώστε να μην μαθευτεί πρόωρα η ενέργειά τους. Αν παρ’ ελπίδα το Opel δεν διερχόταν μόνο του, αλλά το συνόδευε κάποιο όχημα, ορισμένοι πατριώτες θα αναλάμβαναν την εξουδετέρωσή του. Τέλος, για ν’ αποφευχθούν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος των ντόπιων, ο Φέρμορ σκέφτηκε να ετοιμάσει μια επιστολή στα γερμανικά, με την οποία θα πληροφορούσε ότι την απαγωγή διεξήγαγαν αποκλειστικά Βρετανοί κομάντος χωρίς την παραμικρή συμμετοχή Κρητικών. Θα άφηνε μάλιστα στο αυτοκίνητο του Κράιπε μια αγγλική χλαίνη και δυο πακέτα αγγλικά τσιγάρα, ώστε να γινόταν απόλυτα πιστευτό ότι επρόκειτο καθαρά για καταδρομική επιχείρηση ξενόφερτων βρετανικών ομάδων κομάντος. Τώρα όλα φαίνονταν πιο αισιόδοξα.
Η παρακολούθηση ωστόσο συνεχίστηκε από δύο άλλους Έλληνες αντιστασιακούς, αρχικά τον φοιτητή Ηλία Αθανασάκη και κατόπιν τον χωροφύλακα Στρατή Σαβιολάκη του Σταθμού των Αρχάνων. Ο τελευταίος, με το πρόσχημα πως εκτελούσε δήθεν υπηρεσία ασφαλείας, μπορούσε να πλησιάζει αρκετά το σπίτι του Κράιπε και να καταγράφει κάθε κίνηση. Ο Αθανασάκης, πάλι, περνούσε τις νύχτες του κρυμμένος στα χαντάκια δίπλα στον δρόμο, περιμένοντας να δει από μακριά να έρχεται το αυτοκίνητο του στρατηγού, μέχρι να μπορεί στα σίγουρα να ξεχωρίσει τα φώτα του και τον ήχο της μηχανής του μέσα στο σκοτάδι. Γιατί κανείς δεν μπορούσε ν’ αποκλείσει το ενδεχόμενο να περάσει νωρίτερα κάποιο άλλο αυτοκίνητο των Γερμανών και οι κομάντος να εξαπατηθούν.
Μετά από παρακολουθήσεις αρκετών ημερών, στις 16 Απριλίου, ανήμερα το Πάσχα, ο Φέρμορ ξεκίνησε με τον χωροφύλακα Πατεράκη και τον Αθανασάκη για την Κασταμονίτσα, ώστε να συναντηθεί με τον Μος και τους υπόλοιπους. Στην σπηλιά ήδη βρίσκονταν κι άλλοι πατριώτες, που ειδοποιημένοι εγκαίρως έσπευσαν στο κάλεσμα του Φέρμορ: ο Αντώνης Παπαλεωνίδας και ο Γρηγόρης Χναράκης. Το ίδιο βράδυ οι άνδρες ξεφάντωσαν με γλέντι, φαγητό και κρασί, σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα ελληνικά έθιμα και έπεσαν να ξεκουραστούν. Την επομένη ο Αθανασάκης επέστρεψε στο Ηράκλειο, όπου μαζί με τον Ακουμιανάκη συνέχισε την συλλογή πληροφοριών προς εξυπηρέτηση του σχεδίου τους. Ένας σύνδεσμος στάλθηκε να ειδοποιήσει τον καπετάνιο Γιάννη Μπαντουβά (αδελφό του οπλαρχηγού Μανώλη Μπαντουβά, που υπήρξε θρυλική ηγετική μορφή της κρητικής αντίστασης), ζητώντας μερικούς ακόμη άνδρες για την εκτέλεση κάποιας σοβαρής αποστολής. Ο Φέρμορ έκρινε πως δεν ήταν ανάγκη ν’ αναφερθεί ποια ακριβώς ήταν αυτή η αποστολή για λόγους ασφαλείας. Προς βοήθεια του Φέρμορ στάλθηκε ο καπετάν Μπουτζαλής με τους άντρες του, οι οποίοι έφτασαν στην σπηλιά στις 19 Απριλίου.
Καθώς οι εντολές του Καΐρου απαιτούσαν την εκτέλεση του εγχειρήματος της απαγωγής του στρατηγού πριν το τέλος του Απριλίου, ο Φέρμορ διέταξε στις 20 Απριλίου την άμεση αναχώρηση όλης της ομάδας για το προκεχωρημένο σημείο απόκρυψης. Ως τέτοιο είχε επιλεγεί το αγρόκτημα του πατριώτη αντιστασιακού Παύλου Ζωγραφιστού, το οποίο βρισκόταν κοντά στο χωριό Σκαλάνι, μόλις δύο χιλιόμετρα από το σημείο της ενέδρας. Οι άνδρες προχωρούσαν μόνο όταν έπεφτε το σκοτάδι, ενώ την μέρα ‘λούφαζαν’ σε δασύλλια ή κατάσπαρτα χωράφια. Έτσι, μια σχετικά μικρή απόσταση μισής μέρας την διάνυσαν σε τρεις. Έφτασαν στο αγρόκτημα του Ζωγραφιστού τα χαράματα της 23ης Απριλίου κι αφού πήραν μιαν ανάσα χωρίστηκαν σε δύο τμήματα: ο Φέρμορ, ο Μος, ο Τυράκης και ο Πατεράκης θα παρέμεναν στο σπίτι, ενώ οι υπόλοιποι θα κρύβονταν σ’ ένα ελαιοτριβείο σε απόσταση χιλίων μέτρων.
Λίγες ώρες αργότερα κατέφτασε στο σπίτι του Ζωγραφιστού και ο Ακουμιανάκης. Μαζί του είχε δύο γερμανικές στολές στα μέτρα του Φέρμορ και του Μος, τις οποίες του είχε παραδώσει ο πατριώτης Δημήτρης Μπαλαφούτης. Τις είχε ράψει ο αδερφός του, γνωστός ράφτης εκείνη την εποχή στο Ηράκλειο. Μάλιστα τα εθνόσημα των πηλικίων και κάποια διακριτικά των στολών τα κέντησε η μοδίστρα Αναστασία Ανδρικάκη, μια θαρραλέα γυναίκα που από νωρίς εντάχθηκε στην αντίσταση και στο ραφείο της είχε εγκατασταθεί το παράνομο Κέντρο Πληροφοριών των ανταρτών της περιοχής. Ο Αθανασάκης εξακολουθούσε να παρακολουθεί τα δρομολόγια του Κράιπε, βοηθούμενος από έναν άλλο πατριώτη, τον Στρατή Σαβιολάκη. Αυτός αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον Γιάννη Βιττώριο, επειδή αρρώστησε ξαφνικά, και ανέλαβε να καθοδηγήσει την ομάδα της απαγωγής μετά την επιχείρηση προς τα Ανώγεια –μια περιοχή που πολύ καλά την γνώριζε, αφού παλαιότερα είχε υπηρετήσει στον Σταθμό Χωροφυλακής Ανωγείων. Μετά την ένταξη του Νίκου Κόμη, του Δημήτρη Τζαδάκη και του χωροφύλακα Αντώνη Ζωιδάκη, η ομάδα δράσης πια μετρούσε 14 άνδρες, εκτός των ανδρών του Μπουτζαλή.
Η ΑΝΑΒΟΛΗ
Αλλά το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Αθανασάκης, που από νωρίς το πρωί είχε αποτραβηχτεί με τον Ακουμιανάκη σ’ έναν λοφίσκο παρατήρησης του σπιτιού του Γερμανού στρατηγού, έφτασε ταραγμένος στον Φέρμορ και τον πληροφόρησε ότι ο Κράιπε είχε επιστρέψει από το αρχηγείο του αρκετά νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Τι να σήμαινε αυτό; Μήπως οι Γερμανοί είχαν υποψιαστεί κάτι; Οπωσδήποτε ο Φέρμορ δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει την επιτυχία του εγχειρήματος, αλλά ούτε και είχε χρονικά περιθώρια για μια μακρόχρονη αναβολή του. Όταν λίγο αργότερα κατέφτασε ο Σαβιολάκης για να τους προειδοποιήσει ότι οι κινήσεις τους είχαν εντοπιστεί από κατοίκους των γύρω χωριών, η κατάσταση είχε πλέον γίνει αρκετά επικίνδυνη. Ο ταγματάρχης Φέρμορ αμέσως διέταξε τον Μπουτζαλή να πάρει τους άνδρες του με το πρώτο σκοτάδι και να αναχωρήσουν για τα λημέρια τους. Μαζί τους θα πήγαινε και ο Ζωγραφάκης, συνοδεύοντας τους δύο Ρώσους δραπέτες. Έτσι η ομάδα που απέμενε αριθμούσε συνολικά 13 άνδρες, και ασφαλώς το σχέδιο θα έπρεπε ν’ αναπροσαρμοστεί ανάλογα.
Στις 25 Απριλίου ο Κράιπε, όπως διαβεβαίωναν οι Σαβιολάκης και Αθανασάκης, δεν μετακινήθηκε από το σπίτι του. Την επομένη ο στρατηγός ακολούθησε κανονικά το πρόγραμμά του. Ο Φέρμορ δεν μπορούσε ν’ αναβάλει κι άλλο την απαγωγή. Όλοι συμφώνησαν να την επιχειρήσουν εκείνο το βράδυ, κατά την επιστροφή του Κράιπε στην Κνωσσό. Όπως τους πληροφόρησε ο Αθανασάκης, νωρίς το απόγευμα της 26ης Απριλίου, ο στρατηγός δεν είχε ακόμη επιστρέψει από τις Αρχάνες. Στις 9.25 το βράδυ οι απαγωγείς είχαν λάβει τις καθορισμένες θέσεις τους στην επιλεγμένη διασταύρωση και περίμεναν να εμφανιστεί το Opel του Γερμανού στρατηγού.
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Μέσα σε δευτερόλεπτα άνοιξε βίαια την πόρτα και τον τράβηξε έξω, ρίχνοντάς τον στο έδαφος.
Ο οδηγός του προσπάθησε ν’ αντιδράσει, αλλά ο Μος, που δεν έπαψε λεπτό να προσέχει τις κινήσεις του, τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο μ’ ένα ειδικό κλομπ από σκληρό καουτσούκ. Έφτασε και ο Τυράκης, ο οποίος τον χτύπησε για δεύτερη φορά στο κεφάλι. Κατόπιν τον τράβηξε κι αυτόν έξω από το αυτοκίνητο και τον έριξε κάτω. Με την βοήθεια του Χναράκη του πέρασαν χειροπέδες κι έβαλαν τον Ζωγραφιστό να τον επιτηρεί. Ο στρατηγός ακόμη αντιστεκόταν επίμονα, αλλά κατέφτασε ο χωροφύλακας Πατεράκης και τον χτύπησε δυνατά με το γόνατο στην μέση. Πιέζοντάς τον στην πλάτη κατάφερε να του περάσει χειροπέδες, αλλά ο στρατηγός ακόμη δεν εννοούσε να ηρεμήσει, τιναζόταν πεισματικά δεξιά αριστερά. Χρειάστηκε κυριολεκτικά να τον φασκιώσουν με σκοινί για να καταφέρουν να τον κάνουν να ησυχάσει. Στη συνέχεια τον έβαλαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, χαμηλά πίσω από το κάθισμα για να μην φαίνεται.
Στο μεταξύ ο οδηγός, που είχε συνέρθει από τα χτυπήματα, προσπαθούσε να τραβήξει από το πλάι το υπηρεσιακό του περίστροφο. Ο Μος τον είδε έγκαιρα και τον αναισθητοποίησε χτυπώντας τον ξανά στο κεφάλι. Τον έσυρε λιπόθυμο στο χαντάκι στο πλάι του δρόμου, απ’ όπου θα τον παραλάμβαναν οι πατριώτες και θα τον έπαιρναν μαζί τους. Μετά πήρε θέση στο τιμόνι του Opel, κάθισε και ο Φέρμορ στην θέση του συνοδηγού, ο Πατεράκης, ο Τυράκης και ο Σαβιολάκης πίσω και ξεκίνησαν όλοι μαζί παίρνοντας τον δρόμο για την Κνωσσό. Οι υπόλοιποι, με τον οδηγό του Κράιπε ως όμηρο, πήραν τον δρόμο για τα Ανώγεια, εκτός από τον Ζωγραφιστό που επέστρεψε σπίτι του και τον Ακουμιανάκη με τον Αθανασάκη, οι οποίοι πήγαν στο Ηράκλειο για να διαδώσουν παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με το συμβάν, ώστε να κερδίσουν οι απαγωγείς χρόνο. Επίσης, επειδή φοβούνταν για τυχόν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος ντόπιων κατοίκων, φρόντισαν οι ειδήσεις που θα διέδιναν να μην εμπλέκουν τους Κρήτες, αλλά μόνο ξενόφερτες βρετανικές ομάδες κομάντος.
Το αυτοκίνητο με τον στρατηγό σχεδόν αμέσως μόλις απομακρύνθηκε προσπέρασε τρία άλλα αυτοκίνητα του εχθρού, χωρίς ευτυχώς να γίνει αντιληπτό το παραμικρό. Στη συνέχεια έπεσε σε μπλόκο των Γερμανών, τον οποίο επίσης αντιπαρήλθε επιτυχώς. Μειώνοντας την ταχύτητά του ο Μος, επέτρεψε στους ελεγκτές να παρατηρήσουν την σημαία του στρατηγού στα μπροστινά φτερά, οπότε χαιρέτησαν και άφησαν να περάσει. Αργότερα, περνώντας έξω από την βίλα του Κράιπε, ο Μος κόρναρε ώστε να καταλάβουν οι σκοποί ότι δεν θα έμπαιναν μέσα, αλλά θα συνέχιζαν προς το Ηράκλειο.
Εκεί, αναγκασμένοι να διασχίσουν μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους της πόλης, πέρασαν μπροστά από τον κινηματογράφο του Παυλικάκη, που μόλις είχε σχολάσει. Παντού περπατούσαν Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί, αλλά ο Μος διατήρησε την ψυχραιμία του και κόρναρε επανειλημμένως, ώστε να τραβηχτούν στην άκρη. Πράγματι, όσοι έβλεπαν την σημαία του αυτοκινήτου παραμέριζαν και στέκονταν προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά τον υποτιθέμενο στρατηγό. Ο Φέρμορ νηφάλιος, χωμένος βαθιά στο πηλίκιο του Κράιπε, ανταπέδιδε κλίνοντας αργά το κεφάλι του. Αλλά στην Χανιόπορτα, την δυτική έξοδο της πόλης, όπου υπήρχαν αποθήκες πυρομαχικών, η φρουρά ήταν και ενισχυμένη και σχολαστική στους ελέγχους της. Μόνο το θράσος των Βρετανών κομάντος ήταν ικανό να τους χαρίσει την σωτηρία, καθώς ο σκοπός πλησίαζε με το φανάρι του προτεταμένο. Τότε ο Φέρμορ, υποδυόμενος τον αγανακτισμένο στρατηγό που τον χασομερούν με τυπικές διαδικασίες, διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση και διέταξε τον οδηγό του (τον Μος) να συνεχίσει. Ο Γερμανός σκοπός του φυλακίου απλά παραμέρισε και στάθηκε προσοχή.
Ωσότου ν’ απομακρυνθούν από την περιοχή πέρασαν με παρόμοιο τρόπο συνολικά 22 ελέγχους και τελικά, μετά από οδήγηση δύο περίπου ωρών, σταμάτησαν λίγο πριν το σημερινό χωριό Νέα Αξιός (τότε ονομαζόταν Γενί Γκαβέ). Εκεί πλέον οι άνδρες χώρισαν. Ο λοχαγός Μος, ο Πατεράκης, ο Σαβιολάκης και ο Κράιπε θα πήγαιναν προς τον Ψηλορείτη. Ο Φέρμορ με τον Τυράκη, αφού αφαιρούσαν πινακίδες και διακριτικά, θα άφηναν το αυτοκίνητο έξω από το χωριό Χελιανά, στον όρμο των Σεισών, που όπως πίστευαν ο Γερμανοί τον χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι για να παραλαμβάνουν φυγάδες αντιστασιακούς ή ν’ αποβιβάζουν σαμποτέρ και καταδρομείς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έπειθαν τους Γερμανούς ότι επρόκειτο για επιχείρηση καθαρά των Βρετανών και ότι κανένας ντόπιος δεν έλαβε μέρος στην απαγωγή, ώστε να μην διαπραχθούν αντίποινα εναντίον αμάχων. Μάλιστα, εκτός από κάποια αντικείμενα αγγλικής προέλευσης, άφησαν στο μπροστινό τζάμι μια επιστολή στα γερμανικά, την οποία ο Φέρμορ είχε ήδη γράψει στο αγρόκτημα του Ζωγραφιστού. Με αυτήν πληροφορούσε ξεκάθαρα ότι Βρετανοί κομάντος είχαν απαγάγει τον στρατηγό Κράιπε, χωρίς την ενεργό ανάμειξη κανενός ντόπιου Κρητικού. Μετά απ’ όλα αυτά, οι δύο Εγγλέζοι αποφάσισαν να περπατήσουν για να συναντήσουν τους υπόλοιπους άνδρες με τον Κράιπε. Έπρεπε ασφαλώς να βιαστούν, γιατί σύντομα θα γινόταν αντιληπτή η απουσία του στρατηγού και ολόκληρο το νησί θα ‘έβραζε’ από γερμανικά περίπολα.
Η ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟΣ ΣΕ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ
Αρχικά οι Γερμανοί βρέθηκαν σε μεγάλη σύγχυση, εξαιτίας των σκόπιμων διαδόσεων του Ακουμιανάκη και του Αθανασάκη στην περιοχή του Ηρακλείου, ότι δήθεν ο στρατηγός προσχώρησε οικειοθελώς στο αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή τους Συμμάχους. Προς αυτήν την ερμηνεία ώθησαν τους Γερμανούς και οι διαρκείς εκπομπές των συμμαχικών ραδιοσταθμών, όπου ανέφεραν ότι κατόπιν πρόσκλησης από τον ίδιο τον Κράιπε έφτασε στην Κρήτη μια ομάδα καταδρομέων και ανέλαβε να μεταφέρει στην Αίγυπτο τον Γερμανό στρατηγό. Πληροφορούσαν ακόμη ότι εκείνη την στιγμή ο στρατηγός όδευε ήδη προς το Κάιρο –πράγμα ασφαλώς ψευδές, αφού ακόμη βρισκόταν στην Κρήτη, αιχμάλωτος των απαγωγέων του.
Και η πεποίθηση των Γερμανών, ότι πράγματι επρόκειτο για ελεύθερη απόφαση του Κράιπε να προδώσει την θέση και τα καθήκοντά του, ενισχύθηκε όταν βρέθηκε από μια περίπολο το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητό του. Από εκείνη την στιγμή εδραιώθηκε μέσα τους η πίστη ότι ο στρατηγός ήδη βρισκόταν μακριά και ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια για την ανεύρεσή του ήταν μάταιη. Αλλά, καθώς το συμμαχικό ραδιόφωνο έκανε το σφάλμα να καθορίσει πως η φυγάδευση του στρατηγού πραγματοποιείτο μέσω των κρητικών βουνών και μετά από ασφαλείς πληροφορίες των Γερμανών ότι ο Κράιπε βρισκόταν ακόμη στο νησί, οι έρευνες επαναλήφθηκαν με περισσότερο ζήλο.
Ως σημείο συνάντησης των κομάντος και των πατριωτών είχε συμφωνηθεί μια περιοχή του Ψηλορείτη. Από εκεί θα μεθοδευόταν στη συνέχεια η πορεία όλων προς τις νότιες ακτές του νησιού για να διαφύγουν στην Μέση Ανατολή. Ο Μος και η ομάδα του, μαζί ασφαλώς με τον πολύτιμο αιχμάλωτό του, έφτασε πρώτος στις όχθες ενός χειμάρρου κοντά στα Ανώγεια. Εκεί θα συναντούσε τον Φέρμορ και τους άνδρες του. Την περιοχή είχαν από πριν ‘αναγνωρίσει’ τρεις άνδρες του τοπικού οπλαρχηγού καπετάν Μιχάλη Ξυλούρη, ώστε ο Μος και οι δικοί του να καταφτάσουν με ασφάλεια. Νωρίς τα χαράματα της 27ης Απριλίου ο Σαβιολάκης κατέβηκε στην πόλη (Ανώγεια) για να βρει λίγα τρόφιμα και να στείλει δύο αγγελιαφόρους –έναν προς τον ταγματάρχη Νταντάμπιν (Tom Dundabin) στον Ψηλορείτη κι έναν στον λοχαγό Ρέντελ, που βρισκόταν στις Μάλες Λασιθίου. Σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν να διοχετευθεί η ευχάριστη είδηση της επιτυχίας της απαγωγής προς το στρατηγείο του Καΐρου και να συνεννοηθούν για τον τελικό τρόπο και ημερομηνία διαφυγής.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας κατέφθασε και ο Φέρμορ με τους άνδρες του, οπότε άρχισε μια ολιγόωρη σύσκεψη. Τον πρώτο ενθουσιασμό των πατριωτών τώρα αντικαθιστούσε η αγωνία, καθώς το εγχείρημα της απόδρασης με τον αιχμάλωτο στρατηγό δεν διαφαινόταν και τόσο εύκολο, όσο ήθελαν αρχικά να πιστεύουν. Ήδη τα Ανώγεια έσφυζαν από Γερμανούς και ο ουρανός οργωνόταν από αναγνωριστικά σκάφη του εχθρού. Καθώς η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνη, ολόκληρη η ομάδα μετακινήθηκε σε μια γειτονική σπηλιά. Με την πρώτη ευκαιρία, όταν κατά το σούρουπο αποχώρησαν οι Γερμανοί και το σκοτάδι καθιστούσε άκαρπες τις εναέριες παρατηρήσεις, ο Φέρμορ έδωσε το σύνθημα και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τα Πετραδολάκια, όπου βρισκόταν το κρησφύγετο του καπετάν Ξυλούρη. Έφτασαν κοντά στα μεσάνυχτα. Από το επόμενο πρωινό (28 Απριλίου) θα άρχιζε ένας μαραθώνιος για την σωτηρία τους.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ
Όσο διαδραματίζονταν αυτά, έφτασε και το τρίτο τμήμα των απαγωγέων, δηλαδή οι Χναράκης, Λεωνίδας Παπαλεωνίδας, Νίκος Κόμης και Ζωιδάκης. Όταν ο Φέρμορ ρώτησε για την απουσία του Γερμανού οδηγού του Opel, αυτοί εξήγησαν ότι είχε ξεψυχήσει κατά την διάρκεια της απαγωγής, από τα χτυπήματα που του είχαν δώσει στο κεφάλι. (Πολλά χρόνια αργότερα έγινε γνωστή η αλήθεια, ότι δηλαδή ο οδηγός του στρατηγού, Άλμπερτ Φένσκε, μαχαιρώθηκε από τον Αντώνη Ζωιδάκη, ο οποίος πίστεψε ότι θα τους πρόδιδε όταν εμφανίστηκαν Γερμανοί κοντά στο χωριό Άγιος Σύλλας).
Το σούρουπο της επομένης (29 Απριλίου) τα γερμανικά αεροπλάνα έριχναν ξανά προκηρύξεις, υπογεγραμμένες από τον ίδιο τον Διοικητή του Φρουρίου Κρήτη, τον στρατηγό Μπρόγερ. Το κείμενο της προκήρυξης ανησύχησε ιδιαίτερα τους απαγωγείς, γιατί γινόταν ξεκάθαρα αναφορά στην πίστη των Γερμανών ότι δίχως την σύμπραξη των ντόπιων η επιχείρηση της απαγωγής του Κράιπε θα ήταν αδύνατη. Επίσης, ο Μπρόγερ απειλούσε σαφώς να εκτελέσει όλους τους εμπλεκόμενους. Μα και τα νέα που έφερνε ο καπετάν Πετρακογιώργης, ο οποίος είχε κληθεί από τον Φέρμορ να έρθει σε επαφή για να επιμεληθεί την μετακίνηση όλων προς το Αμάρι του Ρεθύμνου, δεν ήταν καλά: οι Γερμανοί είχαν κάνει τον τόπο άνω κάτω για να τους βρουν. Είχαν μάλιστα ξεκινήσει και κάποιες συλλήψεις και ανακρίσεις. Έπρεπε να βιαστούν.
Το ίδιο βράδυ όλοι μαζί ξεκίνησαν για το λημέρι του Πετρακογιώργη, στην τοποθεσία Ακώλυτα, λίγο πιο πέρα από το οροπέδιο της Νίδας. Έφαγαν και ξεκουράστηκαν, αλλά μόλις το σκοτάδι πύκνωσε για τα καλά πήραν τους χιονισμένους δρόμους προς τις κορυφές του Ψηλορείτη με οδηγούς πέντε πατριώτες του καπετάνιου. Περπατούσαν δύο συνεχόμενες νύχτες, αφού την μέρα αναγκάζονταν να κρύβονται, ώσπου έφτασαν σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Νίθαυρη, στις νότιες πλαγιές του Ψηλορείτη. Εκεί πια τους άφησαν τα παλικάρια του Πετρακογιώργη να συνεχίσουν μόνοι. Η κατάσταση της ομάδας ήταν τραγική: πεινασμένοι, εξαντλημένοι από τον ποδαρόδρομο εκείνες τις δύο παγωμένες νύχτες, με τα κάτω άκρα να μην τα αισθάνονται από το χιόνι και τα ρούχα μουσκεμένα ως το κόκαλο, θα είχαν άσχημο τέλος αν δεν τους βοηθούσαν ντόπιοι βοσκοί. Ένας από αυτούς, ο Ηλίας Βοσκάκης, προθυμοποιήθηκε να εκτελεί χρέη συνδέσμου.
Αλλά τι είχε συμβεί με τον Παραδεισιανό; Γιατί δεν είχε ακόμη εμφανιστεί, από τότε που στάλθηκε στην Φανερωμένη με σκοπό να παραλάβει την απάντηση του στρατηγείου στο Κάιρο; Προς ανεύρεσή του ο Φέρμορ είχε ήδη αποστείλει τον Ζωιδάκη, λίγο πριν βρουν την σπηλιά. Τότε κανείς δεν γνώριζε ότι οι Γερμανοί είχαν μπλοκάρει τις εισόδους και τις εξόδους στην περιοχή της Φανερωμένης, οπότε ήταν αδύνατο για τους δύο πατριώτες να προσεγγίσουν. Ο Παραδεισιανός μπόρεσε να γυρίσει στην Αγία Παρασκευή, τέσσερα μόλις χιλιόμετρα από τη Νίθαυρη. Ο Κρυοβρυσανάκης, καθώς προσπαθούσε να φτάσει στο χωριό του (Λοχριά), έπεσε σε γερμανική περίπολο και δυστυχώς σκοτώθηκε. Η ομάδα του Φέρμορ παραχώρησε ένα μουλάρι στον κατάκοπο Γερμανό στρατηγό και προχώρησε προς μια ρεματιά κοντά στην Αγία Παρασκευή, όπου έφτασε αργότερα και ο Ζωιδάκης με τον αρχηγό του τοπικού ΕΑΜ, Μιχάλη Παττακό. Είχε πλέον μπει ο Μάης.
Στις 2 Μαΐου ανακάλυψαν ότι ήταν αποκλεισμένοι από παντού. Οι Γερμανοί είχαν στήσει μπλόκα σε όλη την γύρω περιοχή και τα περίπολά τους ‘χτένιζαν’ κυριολεκτικά κάθε σπιθαμή γης. Επιπλέον, το πυροβολικό του εχθρού βομβάρδιζε τις ρεματιές και τα χωριά, ώστε να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα διαφυγής των Βρετανών. Γιατί, παρά τις ενισχυμένες υποψίες για συμμετοχή ντόπιων, οι Γερμανοί πίστευαν ότι μόνο Βρετανοί κομάντος ήταν μπλεγμένοι στην υπόθεση της απαγωγής. Το απόβραδο οι άνδρες του Φέρμορ έβλεπαν με πικρία και πόνο ψυχής τους καπνούς από τις φλόγες που κατέκαιαν τα χωριά Λοχριά, Καμάρες και Μαργαρικάρι. Προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο οι Γερμανοί να εκβιάσουν τους κομάντος σε παράδοση ή να στρέψουν, έστω, τον ντόπιο πληθυσμό εναντίον τους.
Ο Φέρμορ, ο Τυράκης, ο Παραδεισιανός (που στο μεταξύ είχε έρθει σε επαφή μαζί τους) και ο Παττακός κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές των Γερμανών και να διαφύγουν στο χωριό Πατσός. Ήταν μεγάλη ανάγκη ν έρθουν σε επαφή με το στρατηγείο του Καΐρου, αλλιώς ήταν αδύνατο να διαφύγουν από το νησί που κυριολεκτικά έβραζε. Ο Παττακός βέβαια είχε ήδη έρθει σε επαφή με τις αντιστασιακές οργανώσεις της περιοχής, όταν κατέβηκε στην Αγία Παρασκευή για να βρει τρόφιμα, οπότε μια ομάδα ανταρτών είχε αθόρυβα συγκεντρωθεί στη Νίθαυρη και την Φουρφουρά (γενέτειρα του Τυράκη), περιμένοντας το σινιάλο για την έναρξη μιας επίθεσης αντιπερισπασμού, ώστε να μπορέσουν και οι κομάντος του Μος να διαφύγουν.
Στο Πατσός ο Φέρμορ, μαζί με τον αγγελιαφόρο Ψυχουντάκη, συνάντησε τον πατριώτη Γιώργο Χαροκόπο (που αργότερα έγραψε λεπτομερέστατα την επιχείρηση της απαγωγής του Κράιπε) και συμφωνήθηκε, ο μεν Χαροκόπος να παρέμενε στο χωριό και να παρακολουθεί τις κινήσεις των Γερμανών, οι δε Φέρμορ και Τυράκης να προσπαθήσουν να φτάσουν στο χωριό Πρινές του Ρεθύμνου, όπου λειτουργούσε ο ασύρματος του Βρετανού λοχαγού Μπέρνς (Richard Burnes). Το τελικό ραντεβού τους ορίστηκε για τις 7 Μαΐου στο χωριό Γερακάρι, στους πρόποδες του βουνού Κέδρος.
ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Στο στρατηγείο του Καΐρου ακόμη επικρατούσε άγνοια. Χωρίς την παραμικρή επαφή με τους κομάντος, στις 2 Μαΐου είχε σταλθεί στον όρμο του Αγίου Παύλου ένα ML σκάφος στα τυφλά, το οποίο και επέστρεψε άπρακτο. Στις 4 Μαΐου έγινε μια δεύτερη προσπάθεια, αλλά το σκάφος εντοπίστηκε από την γερμανική ακτοφυλακή και μπόρεσε δύσκολα να σωθεί. Στο μεταξύ, την στιγμή που το τμήμα του Μος ετοιμαζόταν να φύγει από τον Αϊ Γιάννη, σούρουπο της 5ης Μαΐου, έφτασαν και οι Βρελιανάκης και Αθανασάκης από το Ηράκλειο. Ο τελευταίος είχε καταφέρει να περάσει τα μπλόκα προσποιούμενος τον τυρέμπορο και τα νέα που έφερνε δεν ήταν ευχάριστα: όλα τα σημεία περισυλλογής των νοτίων ακτών φρουρούνταν ασφυκτικά από Γερμανούς.
Μόλις έπεσε το σκοτάδι κίνησαν όλοι μαζί για το Γερακάρι, με απώτερο σκοπό το Πατσός. Στο Γερακάρι τους παρέλαβαν οι πατριώτες αντιστασιακοί αδελφοί Κουτελιδάκη και τους έκρυψαν μέχρι τις 7 του μηνός. Τότε ήρθαν σε επαφή με τον Χαροκόπο, που ανέλαβε να οδηγήσει την ομάδα στο Πατσός. Το ίδιο κιόλας βράδυ ξεκίνησαν με χίλιες προφυλάξεις: μπροστά προχωρούσαν οι Χαροκόπος και Πατεράκης, ενώ διακόσια μέτρα πιο πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιποι με τον Γερμανό στρατηγό ανεβασμένο σ’ ένα γαϊδούρι. Μέχρι την διασταύρωση του δρόμου προς Σπήλι και Πατσό του κάλυπταν και άλλοι πατριώτες από το Γερακάρι, με αρχηγό τον Κώστα Τάταρη. Χαράματα της 8ης Μαΐου έφτασαν τελικά ασφαλείς στην τοποθεσία Χάρακας, ενάμισι περίπου χιλιόμετρο έξω από το Πατσός –μια περιοχή που ονομαζόταν Πλάτος και ανήκε στην οικογένεια του Χαροκόπου. Ειδοποιημένοι για την άφιξή τους, οι αντάρτες του γειτονικού χωριού Παντάνασσα με τους ηγέτες τους Πολιτάκη και Ιερωνυμάκη περίμεναν με το χέρι στη σκανδάλη, σε περίπτωση που χρειαζόταν να επέμβουν για να τους προστατέψουν από τους Γερμανούς.
Την επόμενη νύχτα ο Φέρμορ έφτασε, μετά από δρόμο εκατό σχεδόν χιλιομέτρων, στην κρυψώνα του Μος και των υπολοίπων. Η ανησυχία είχε σκιάσει το πρόσωπό του, γιατί το σήμα του Καΐρου ανέφερε πως η διοίκηση, θορυβημένη από τις βολές της γερμανικής ακτοφυλακής κατά του σκάφους ML την νύχτα της 4ης Μαΐου, είχε αποφασίσει να στείλει στον όρμο του Αγίου Παύλου μια άλλη ομάδα καταδρομέων για να υποστηρίξει την εκκένωσή τους από την Κρήτη πιστεύοντας πως οι απαγωγείς με τον στρατηγό βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά. Βέβαια, ο Φέρμορ προσπάθησε να ανταπαντήσει αρνητικά για το νέο σχέδιο, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως το δικό του σήμα είχε επιτυχώς ληφθεί από το Κάιρο. Όμως το επόμενο πρωινό ο Κουτελιδάκης επιβεβαίωσε ότι τελικά το ζήτημα είχε διευθετηθεί. Ο Φέρμορ όρισε σαν σημείο διαφυγής τον ερημικό όρμο Χ75, στις Περιστερές της περιοχής Ροδακίνου.
Η ΔΙΑΦΥΓΗ
Την επομένη έφτασαν στον ελαιώνα και οι τέσσερις Ρώσοι συντηρητές που είχε ελευθερώσει πριν λίγο καιρό ο Κωνσταντόπουλος. Ο ένας από αυτούς, αρκετά ηλικιωμένος και άρρωστος, θα φυγαδευόταν με τους υπόλοιπους στην Αίγυπτο. Οι άλλοι τρεις έφυγαν για τον Ψηλορείτη με τον Χναράκη. Το βράδυ η ομάδα άφησε την κρυψώνα και βάδισε προς το χωριό Βιλλαδένδρο, 12 χιλιόμετρα ανατολικότερα. Σε μια απότομη στροφή, ο στρατηγός που μεταφερόταν δεμένος πάνω σ’ ένα μουλάρι έπεσε σε κάτι βράχια και τραυματίστηκε ελαφρά (έπαθε μόνο εξάρθρωση του αριστερού αγκώνα, καθώς ο Χαροκόπος πρόλαβε να προστατεύσει το κεφάλι του). Τα χαράματα έφτασαν σ’ ένα δασύλλιο έξω από το χωριό, κοντά σ’ έναν χείμαρρο. Ο Κατσιάς με τους άνδρες του και αντιστασιακοί της περιοχής με αρχηγούς τους αδερφούς Λυκογεωργάκη ανέλαβαν να τους περιποιηθούν και να τους φρουρούν, καθώς αυτοί αναπαύονταν.
Το επόμενο μεσημέρι ήρθε κοντά τους ο Αετός Λυκογεωργάκης και τους είπε ν’ απομακρυνθούν τάχιστα, επειδή κατέφθαναν Γερμανοί. Ο ίδιος είχε εντοπίσει μια τεράστια φάλαγγα να κινείται από την Αργυρούπολη προς το μέρος τους. Αμέσως οι άνδρες ακροβολίστηκαν στις ρεματιές και τα περάσματα του βουνού. Την στιγμή που η φάλαγγα πλησίαζε, ο Γρηγόρης Μοράκης, που είχε λάβει θέση αντίθετα από τους απαγωγείς, πέταξε μια χειροβομβίδα ώστε να αποσπάσει την προσοχή των Γερμανών και να μπορέσουν οι απαγωγείς με τον στρατηγό να φύγουν. Πράγματι, μόλις έπεσε το σκοτάδι, ο Φέρμορ με την ομάδα του άρχισε να κινείται προς το βουνό Κρυονερίτης. Στην πορεία ο Κράιπε έπεσε πάλι από το ζωντανό που τον μετέφερε και χτύπησε στο πόδι και τον ήδη πονεμένο ώμο του. Κατόπιν τούτου, χωρίς άλλα απρόοπτα, έφτασαν στο ύψωμα που επρόκειτο να διανυκτερεύσουν, όπου τους βρήκε ο λοχαγός Μπέρνς και ο πατριώτης Αλέκος Μπαρμπούνης. Ο Άγγλος τους επιβεβαίωσε ότι την επόμενη νύχτα, 14 προς 15 Μαΐου, θα τους παραλάμβανε σκάφος από τον όρμο X75, όπως είχαν προτείνει. Η χαρά τους δεν ήταν εύκολο να περιγραφεί, αλλά η κούραση τους βύθισε αμέσως σ’ έναν βαθύ ύπνο.
Μόλις ξημέρωσε χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και από διαφορετικές κατευθύνσεις διέσχισαν τον Κρυονερίτη για να συναντηθούν στην τοποθεσία Καμπιά, λίγο πριν την ακτή. Γευμάτισαν με την φροντίδα των ντόπιων ανταρτών και οι αδερφοί Ανδρέας και Μανώλης Κοτσίφης πραγματικά τους φρουρούσαν σαν τα μάτια τους. Το απόγευμα έφτασε και ο καπετάν Πετράκης με μια ομάδα δικών του, που συνόδευαν μερικούς Κρήτες και Βρετανούς φυγάδες για την Μέση Ανατολή, μεταξύ των οποίων και ο λοχαγός Τσικλιτήρα (Denis Tsiclitira), που διατηρούσε ασύρματο στο χωριό Ασή –Γωνιά. Με το πρώτο σκοτάδι άρχισαν να κατεβαίνουν προς την ακτή, από διαφορετικά σημεία ο καθένας, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους προς τα γερμανικά φυλάκια της Πλακιάς και του Φραγκοκάστελλου, αλλά και προς την θάλασσα, όπου περιπολούσαν ακταιωροί του εχθρού. Αυτοί που θα φυγαδεύονταν ξάπλωσαν στην παραλία, ενώ οι άνδρες προκάλυψης έλαβαν θέσεις στα γύρω βράχια με τα όπλα έτοιμα να δράσουν αν χρειαζόταν.
Κατά τις δέκα η ώρα, ο Τσικλιτήρα άρχισε τα συνθηματικά με το φανάρι του. Μετά από λίγο πλησίασε το σκάφος παραλαβής, που θα έφερνε τους φυγάδες με τον αιχμάλωτο στρατηγό στο Κάιρο. Μαζί τους πήραν και δύο Γερμανούς αιχμαλώτους του καπετάν Κοτσίφη. Μετά από 24 ώρες αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Μάρσα Ματρούχ και από εκεί μεταφέρθηκαν στο Κάιρο. Ο Κράιπε οδηγήθηκε στην Αγγλία και από εκεί στον Καναδά, όπου παρέμεινε έγκλειστος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στα Βραχώδη Όρη μέχρι το 1947, οπότε απελευθερώθηκε.