Γνωστή στο βιβλιόφιλο κοινό για τη συστηματική μελέτη της πάνω στην ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία, η Αννίτα Π. Παναρέτου έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στη συλλογή και επεξεργασία μαρτυριών Ελλήνων που κατά τη διάρκεια της Κατοχής πέρασαν από γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

 Ηλίας Μαγκλίνης/Καθημερινή 

Η ιδιαιτερότητα της έρευνας της κ. Παναρέτου έγκειται κυρίως στο ότι επικεντρώθηκε σε Ελληνες που δεν έχουν εβραϊκή καταγωγή. Με τα λόγια της ιδίας από την εισαγωγή της: «Στην εργασία αυτή δεν περιλαμβάνονται ιστορίες Εβραίων συμπατριωτών μας, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν ούτε όμηροι ούτε αιχμάλωτοι, αλλά θύματα μιας αδιανόητης γενοκτονίας».

Ως γνωστόν, το εβραϊκό Ολοκαύτωμα «έχει ικανοποιητικά απασχολήσει την ιστοριογραφία και τη φιλολογία», οπότε, με την εργασία της, η κ. Παναρέτου έρχεται να φωτίσει μια ελάχιστα μελετημένη ιστορική αφήγηση.

stratopeda-sygkentrosis-oi-agnostoi-omiroi0
Μια άγνωστη στους περισσοτέρους πτυχή του Β΄ Παγκοσμίου. Το βιβλίο της Αννίτας Π. Παναρέτου θα κυκλοφορήσει στα τέλη Μαΐου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η αναζήτηση; Το περιγράφει η ίδια στην εισαγωγή της: «Αυτή η αναπάντεχη τομή στη ζωή μου ξεκίνησε στις αρχές του 2013. Σ’ έναν πάγκο μεταχειρισμένων βιβλίων.

Με έναν τίτλο που τράβηξε το βλέμμα μου, καθώς, τότε, μου είχε φανεί παράδοξος, ίσως και οξύμωρος: “Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των. Στρατόπεδα συγκεντρώσεως”. Πέντε Ελληνες αντιστράτηγοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν μια ιστορία μάλλον ασυνήθιστη, στην οποία με εισήγαγε ο στρατηγός Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, με τη συγκροτημένη, γλαφυρή και εξόχως κατατοπιστική μαρτυρία του. Από τότε άρχισα να αναζητώ έργα ανάλογης θεματολογίας. Κατά σύμπτωση, τα τρία πρώτα αφορούσαν Ελληνες αξιωματικούς του Στρατού και του Ναυτικού, οι οποίοι, χάρη στην ιδιότητά τους, έτυχαν ευνοϊκότερης μεταχείρισης στα στρατόπεδα και στις φυλακές όπου εκτοπίστηκαν. Τα επόμενα όμως ευρήματα αποκάλυψαν την τραγικότερη όψη της ίδιας ιστορίας: την περίπτωση Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι, παντελώς απροστάτευτοι από οποιαδήποτε διεθνή σύμβαση και τελείως ανίσχυροι να ορίσουν τη ζωή τους, κατόρθωσαν να επιβιώσουν και να καταγράψουν λεπτομερώς τη δοκιμασία τους.

»Μας άφησαν συνταρακτικά κείμενα (που συμποσούνται σε περισσότερες από 9.500 σελίδες), με τα οποία εκδιπλώνουν και φωτίζουν ώς τον πυρήνα της μια κατ’ ουσίαν άγνωστη πτυχή της ελληνικής Ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Απέναντί τους εκκρεμεί μια ανεξόφλητη οφειλή την οποία επιχειρεί να περιορίσει η πρώτη συστηματική προσέγγιση, σε αυτόν τον τόμο».

Το βιβλίο της Αννίτας Π. Παναρέτου «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου… Ελληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές 1941-1945» κυκλοφορεί στα τέλη Μαΐου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Υπάρχουνε, ρε παιδιά, Ελληνες εδώ;» Αυτό φώναξε ο Γεώργιος Βλάχας από τον πυργίσκο του αμερικανικού τεθωρακισμένου άρματος που μπήκε πρώτο στο στρατόπεδο Εμπενζεε. Μια αναπάντεχη όσο και απογειωτική παράμετρος στην κορυφαία στιγμή της λύτρωσης πολλών Ελλήνων ομήρων ήταν η παρουσία, ανάμεσα στους Αμερικανούς απελευθερωτές, στρατιωτών με ελληνική καταγωγή. Οντας μετανάστες δεύτερης γενιάς (ή, καλύτερα, παιδιά Ελλήνων μεταναστών) αισθάνονται Ελληνες και μιλούν ελληνικά. Η δίκαιη συγκίνηση (και ταυτόχρονα ο θαυμασμός και η περηφάνια) είναι τέτοια, ώστε στις περιγραφές των ομήρων οι συμπατριώτες που ανήκουν σε έναν τέτοιο στρατό προσλαμβάνουν διαστάσεις γιγάντων και ηρώων. Το «υπάρχουνε, ρε παιδιά, Ελληνες εδώ;» που μεταφέρει στη μαρτυρία του ο Μιχάλης Πειρασμάκης παραθέτει παραφρασμένο και ο Κώστας Ξεξάκης: «Εσταμάτησε, λοιπόν, το πρώτο τανκς μπροστά μου, σε απόσταση 5-6 μέτρα. Ενα πελώριο τανκς και σε μια στιγμή ανοίγει ο πυργίσκος από πάνω και βγαίνει από μέσα ένας άντρακλας, στέκεται όρθιος, ντυμένος βέβαια στρατιωτικά. Μας κοίταξε γύρω-γύρω όλους, ανοίγει το στόμα του και λέει: “Ελληνες, είσαστε εδώ Ελληνες;” Ε, τότε τι χαρά και τι ξέσπασμα. Οσοι Ελληνες ήμαστε να φωνάζομε, να τρέχομε ν’ ανεβούμε απάνω, να τον αγκαλιάζομε κ.λπ. Εγώ δε εφρόντισα το εξής πράγμα: Επλησίασα όσο μπορούνε πιο κοντά και του φώναξα για να μ’ ακούσει: “Πώς σε λένε, πώς σε λένε;” Αυτός λοιπόν μου φώναξε δυνατά και τον άκουσα και δεν το ξεχνώ ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή: “Γεώργιος Λεωνής από τη Σπάρτη”» (131).

Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής επιβεβαιώνει. «Ολες οι εθνικότητες του στρατοπέδου φτειάξαμε ομοιώματα… σημαιών μας και περιμέναμε να υποδεχτούμε τους ελευθερωτές μας Αμερικάνους. […]

Οι Γερμανοί φρουροί μάς παρουσίαζαν όπλα. Το πρώτο τανκ συμπτωματικά στάθηκε μπροστά στην ελληνική κολώνα. Πετάχτηκαν έξω οι δυο στρατιώτες του, ο ένας απ’ τους οποίους, ο εκ Μάνης Γιώργος, Ελληνοαμερικάνος, ξέσπασε σε κλάματα στη θέα της γαλανόλευκης, όπως κι εμείς βλέποντας ελευθερωτή μας έναν συμπατριώτη μας». Οπως συνήθως συμβαίνει, οι Ελληνες (έστω, Ελληνοαμερικανοί εν προκειμένω) βρίσκονται παντού: ο Δημήτρης Διαμαντίδης και οι σύντροφοί του, έχοντας δραπετεύσει από την πορεία, αντιλαμβάνονται ένα τανκ κοντά στον δημόσιο δρόμο. Οταν διακρίνουν ότι είναι αμερικανικό, πετάγονται απ’ την κρυψώνα τους: «Ευτυχώς ο Αμερικανός που βρίσκεται στο τανκ άργησε να μας αντιληφθεί. Εχουμε κιόλας πηδήσει επάνω του φωνάζοντας. Γκρικ βρε, Γκρικ. Ελληνες, Ελληνες, Γκρικ βρε, αιχμάλωτοι».

«Να περάσουν μέσα μόνο οι Ελληνες και θα τα βρούμε»

img 7128
Δεξιά, στο στρατόπεδο Fossoli, μια ομάδα Ελλήνων έχει ιδρύσει τον «Σύλλογο των τρελών», με σύνθημα «Κάνουμε τους τρελούς για να μην τρελαθούμε». Από το βιβλίο του Ντίνου Βυθούλκα «Ομηρος. Ενας έφεδρος αξιωματικός, όμηρος των Ιταλών, αφηγείται…».

«Ο Αμερικανός, ένα γλυκό και όμορφο Αμερικανάκι, τα έχει χαμένα. Πείθεται στο τέλος, αφήνει το πολυβόλο. Βγαίνει έξω, μας κοιτάζει καλά-καλά. Δεν θέλει ασφαλώς να πιστέψει στα μάτια του. Βλέπει μπροστά του κάτι ανθρώπινα ράκη. Με μια τεράστια γενειάδα, με κουρέλια στο σώμα και μισή κουβέρτα παλιά στην πλάτη. Του φωνάζουμε, του επαναλαμβάνουμε Ελληνες, Γκρικ, Γκρικ. Φαίνεται ότι το κατάλαβε. Παίρνει από το τανκ μπισκότα, σοκολάτες, τσιγάρα και μας τα δίνει. […] Να και η έκπληξη. Ακούμε σε μια στιγμή μια φωνή. “Είστε Ελληνες;” Γυρίζουμε και βλέπουμε έναν Ελληνα αξιωματικό του αμερικανικού στρατού. “Είστε Eλληνες;”

Μας ρωτά και πάλι. Ναι, του λέμε, Eλληνες αιχμάλωτοι, και του εξηγούμε όλη μας την ιστορία. “Είμαι κι εγώ Eλληνας από την Κρήτη […]. Με λένε Κώστα Βλαχάκη”» (16768). Ο Μιχάλης Βασιλείου αφηγείται ότι ο κυρ Στράτος που εργαζόταν στο ραφτάδικο του Μπίμπλις είχε φτιάξει μια ελληνική σημαία την οποία έκρυψε κάτω από τα ρούχα του. Μετά την απελευθέρωση οι Eλληνες την ξεδίπλωσαν, την έπιασαν από τις τέσσερις άκρες και παρέλασαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού ώς την πλατεία, όπου την έδεσαν σ’ ένα κοντάρι και την κρατούσαν μπροστά από την ομάδα τους. Eνας ψηλός επιλοχίας, μελαχρινός, με στριφτό μουστάκι κι ένα κομπολογάκι στο χέρι, χαμογελούσε και κοιτούσε τη σημαία: «Πατριώτες, καλή λευτεριά, 25 Μαρτίου σήμερα, η εθνική μας γιορτή», τους λέει ξαφνικά. Hταν ο Μανόλης Χατζηδάκης, από την Κρήτη.

omiroi002
Οι πέντε αντιστράτηγοι που κρατήθηκαν όμηροι από τους ναζί σε γερμανικά στρατόπεδα. Από αριστερά (όρθιοι): Παναγιώτης Δέδες, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, Αλέξανδρος Παπάγος, Ιωάννης Πιτσίκας, Γεώργιος Κοσμάς. Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Μπακόπουλου «Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων».

Και ο Κωστής Κατσιμπάρδης αναφέρεται στον Ελληνοαμερικανό στρατιώτη που ανήκε στην αμερικανική μονάδα που τους απελευθερώνει, θέτοντας τέλος στην πορεία μετά την εκκένωση του στρατοπέδου. Το όνομά του, Πίτερ Παπαδάς. Κοντά στο Λούντβιχσλουστ, ο Δημήτρης Παυλάκης και η παρέα του προχωρούν, ελεύθεροι, στον δρόμο.

«Λίγο παρακάτω, σ’ ένα σταυροδρόμι, ένας Αμερικανός στρατιώτης, με ένα σημαιάκι στο χέρι, κανόνιζε την κίνηση. Καθώς περνούσαμε, μας είπε κάτι που δεν καταλάβαμε. Φώναξα στον λοχαγό Γεωργιάδη που ήταν πιο πίσω αν ξέρει αμερικανικά, να δούμε τι θέλει αυτός ο χριστιανός. Ο Αμερικανός, μόλις άκουσε πως μιλούμε ελληνικά, φώναξε με όλη τη χαρά του, που έφεξε στο πρόσωπό του: “Eλληνες είστε, βρε πατριώτες; Κι εγώ Eλληνας είμαι, από τη Νέα Υόρκη, Σταυρόπουλος Σταύρος, κατάγομαι από τη Σπάρτη και στον Πειραιά έχω συγγενείς του πατέρα μου”. Μας έδωσε ό,τι είχε στο σακίδιό του και μας έστειλε σε μια γερμανική αποθήκη του στρατού που τη φύλαγαν Αμερικανοί στρατιώτες» (Παυλάκης, 143). Σε κάποιες άλλες αποθήκες τροφίμων του γερμανικού στρατού, περικυκλωμένες από πλήθος πεινασμένων, πλησιάζει μια ομάδα από Eλληνες που έχει μόλις εγκαταλείψει τις φυλακές της Βελς. Ο Θεόδωρος Κορυφίδης γράφει: «“Αμάν αδερφάκι μου, άσε μας να μπούμε μέσα, να φάμε από όλα αυτά τα καλούδια και μετά σκότωσέ μας” είπε στον φρουρό ένας Συριανός. Ο κοντός και αεικίνητος Αμερικανός στρατιώτης που στεκόταν απέναντί μας τα έχασε. Γύρισε, μας κοίταξε πολύ ερευνητικά και ρώτησε με πολύ καλά ελληνικά: “Eλληνες είστε μωρέ;” Πριν προλάβουμε να απαντήσουμε, άνοιγε δρόμο με τον υποκόπανο και φώναζε: “Να περάσουν μέσα μόνο οι Ελληνες και θα τα βρούμε”» (202-203).

omiroi

omiroi1 1
Μετά την απελευθέρωση και πριν ξεκινήσει η μακρά οδύσσεια του επαναπατρισμού για τους εικονιζόμενους Ελληνες αιχμαλώτους των ναζί. Η σημείωση στο πίσω μέρος της φωτογραφίας θυμίζει την ημέρα της λύτρωσης: 24 Iουλίου 1945 (από το αρχείο της Αννίτας Π. Παναρέτου).

Στο σημείο αυτό αφήνουμε τους Eλληνες που η απελευθέρωση τους βρήκε στα στρατόπεδα και παρακολουθούμε όσους εξαναγκάστηκαν σε πορείες, τις επονομαζόμενες «πορείες θανάτου». Oλους μαζί θα τους συναντήσουμε αργότερα, στη φάση της απελευθέρωσης, κυρίως όμως (μαζί πλέον και με τους ελάχιστους επιζήσαντες Eλληνες Εβραίους) στην κοινή περιπέτεια του επαναπατρισμού.