Συμβολή στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Σταρράκη “ΟΙ ΑΤΑΚΤΟΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΡΕΘΥΜΝΗΣ 1941-1945”, Σπίτι του Πολιτισμού, 29-5-2022
Νίκος Κοτζαμπασάκης, Δικηγόρος
“Κοινή γαρ τα σώματα διδόντες ιδία των αγήρων έπαινον ελάμβανον και τον τάφον επισημότατον, ουκ εν ω κείνται μάλλον, αλλ’ εν ω η δόξα αυτών παρά τω εντυχόντι αιεί και λόγου και έργου καιρώ αείμνηστος καταλείπεται. Ανδρών γαρ επιφανών πάσα γη τάφος, και ου στηλών μόνον εν τη οικεία σημαίνει επιγραφή, αλλά και εν τη μη προσηκούση άγραφος μνήμη παρ’ εκάστω της γνώμης μάλλον ή του έργου ενδιαιτάται. ους νυν υμείς ζηλώσαντες και το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους”.
Κυρίες και Κύριοι,
Ο Περικλής στον Επιτάφιό του εδώ και 2.500 χρόνια όρισε ανεξίτηλα την ελευθερία ως προυπόθεση της ευτυχίας, καθόρισε ως όρο της ελευθερίας τη δυνατή ψυχή, αλλά και προσδιόρισε τον έπαινο διά λόγων, αλλά κατεξοχήν διά των έργων, στους νεκρούς της πατρίδας, αφενός μεν ως αυτονόητη ελάχιστη οφειλή, αφετέρου δε ως υπόβαθρο προκειμένου η θυσία για την πατρίδα να καταστεί παράδειγμα, προκειμένου η Πόλις, εύψυχη ούσα, να παραμείνει ελεύθερη.
Αυτήν την περγαμηνή, τούτο το ες αεί κληροδότημά μας εμπραγματώνει και σήμερα ο Γιώργος Σταρράκης. Και τον ευχαριστώ αφενός μεν επειδή είναι πάντα συνεπής στα ραντεβού του με την Ιστορία κυριολεκτικά, μια και από αυτό το βήμα το 2016, παρουσιάζοντας το πρωτόλειο, εξαιρετικό του έργο για την Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, του ευχήθηκα, κατ’ ουσίαν του ζήτησα, του ζητήσαμε να συνεχίσει άοκνα τον αγώνα του υπέρ της αλήθειας, δηλαδή της άρνησης της λήθης και της δικαιοσύνης, και αφετέρου για την τιμή να γράψω δύο λέξεις από φιλίας, δηλαδή από καρδιάς, και για το παρόν πόνημά του: το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το έργο κυριολεκτικά με εξέπληξε ευχάριστα. Παρόλο που είχα τη βεβαιότητα της πληρότητας, της εν τω βάθει έρευνας και της διασταύρωσης των πηγών από τον Γιώργο, ειλικρινά δεν περίμενα το βάθος και το πλάτος της διερεύνησης, αλλά και το ύψος τελικά της ποιότητας της συγγραφής, που δεν φωτίζει απλώς άγνωστες πτυχές της Ιστορίας μας, αλλά με γλαφυρότητα, με τρόπο δροσερό και γάργαρο, διατρέχει επί μέρους περιστατικά, εξοπλίζοντας την έρευνά του με έγγραφα τεκμήρια και, κυρίως, με ζωντανές μαρτυρίες, ώστε διαβάζοντάς το, ταξιδεύεις στο χρόνο, νιώθεις να συμμετέχεις στα δρώμενα και, έτσι, ενσωματώνεις ασυναίσθητα τα γεγονότα, χωρίς οποιαδήποτε κόπωση θα επέφερε η ψυχρή εξιστόρηση και καταγραφή γεγονότων και μόνο.
Ενώ ο Γιώργος δεν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά στέρεη και διασταυρωμένη Ιστορία, εντούτοις το έργο του διαβάζεται ως τέτοιο, άρα καθένας και καθεμιά, ιδίως οι νέοι μας, μπορούν εύκολα και εύπεπτα να συνειδητοποιήσουν δραματικές αλλά και μεγαλειώδεις στιγμές του Τόπου μας- και είναι τούτο είναι μια καίρια συμβολή στην άμυνα κατά της λήθης, στην αντίσταση έναντι της μετάλλαξης της Ιστορίας σε απλή και μονότονη επετειακή, τυπική εκπλήρωση υποχρέωσης που εξαντλείται σε παρελάσεις, επιμνημόσυνες δεήσεις και καταθέσεις στεφάνων, χωρίς ουσιαστική προσέγγιση των τιμώμενων γεγονότων και προσώπων, χωρίς αναδίφηση στα αίτια και τα αιτιατά των περιστάσεων, δηλαδή χωρίς η Ιστορία να επιτελεί τον ουσιαστικό ρόλο της ως ιμάντας αγωγής από το παρελθόν για το μέλλον, ως σηματωρός προκειμένου να πολλαπλασιάζομε τα καλά και να μην επαναληφθούν τα κακά που επισυνέβησαν στον τόπο μας.
Και κάτι ακόμη: εμπραγματώνοντας το στίχο του μέγιστου Ρεθυμνίου Μακαριστού Αυστραλίας Στυλιανού “προτιμώ να εντοπίζεις τον άνθρωπο αντί να εξανθρωπίζεις το τοπίο”, ο Γιώργος ιστορεί ανθρωποκεντρικά, δεν εξαντλεί τη γραφή του στα απρόσωπα υποκείμενα της Ιστορίας, Κράτη, Στρατούς, Οργανώσεις- σε κοντινό πλάνο φωτίζει τις ζωές, τις πορείες, τις αγωνίες των ανθρώπων σε μια κορυφαία, τραγική, εποχή του τόπου μας, ανθρώπων συγκεκριμένων που θα μπορούσαν να είναι ο πατέρας, ο παππούς, ο αδελφός μας- επικυρώνει έτσι πανηγυρικά εκείνο που οι κάθε λογής Εξουσίες ανά τους αιώνες πολλές φορές δεν υπολογίζουν και, φυσικά, οι εντεταλμένες γραφίδες τους επιλεκτικά “ξεχνούν”: ότι πίσω και πάνω από κάθε λογής συμφέροντα υπάρχουν ψυχές, ότι πέρα από όσα μας χωρίζουν, οφείλομε σαν Ανθρωπότητα να μην απεμπολούμε ουδέποτε την προσήλωση στην Αγάπη, την Φιλία, τη Ζωή τελικά.
Ότι, δηλαδή, εκείνα που μας ενώνουν είναι, ασφαλώς, πολύ περισσότερα από όσα μας χωρίζουν- είναι δηλαδή το έργο του Γιώργου, πέρα από ένα κερί ακόμη στη Μνήμη των προγόνων μας και ένα μεγάλο Μήνυμα Ελευθερίας, Ειρήνης, Φιλίας, δηλαδή Ανθρωπισμού τελικά.
Και γι’ αυτό του προσήκει κάθε τιμή.
Aξιότιμες Κυρίες και Κύριοι,
Η συγγραφή και δη η ιστορική γραφή παραμένει πάντα μια πρωτογενής πνευματική δημιουργία, που δεν υπόκειται απαραίτητα στον κανόνα της χρησιμότητας, έχει αφ εαυτής, χωρίς χρησιμοθηρίες, το προνόμιο της αποτύπωσης του παρελθόντος και της καταγραφής του διά της δημοσίευσης στην κοινή, πλέον, μνήμη, άρα εξ αρχής διεκδικεί τον κότινο και τον έπαινο “του Δήμου και των σοφιστών” ως είπεν ο μέγας Καβάφης.
Αποθεώνεται εντούτοις και εμπραγματώνεται΅, όταν συμβάλλει καίρια την άμυνα κατά του ιστορικού αναθεωρητισμού και των ανιστόρητων εξ αυτού προσβολών ζωντανών δικαίων και ενεργών δικαιωμάτων, που ιδίως τα τελευταία χρόνια ως ακρίδες στον κάμπο έχει επιπέσει στον τόπο μας:
Διαβάζοντας μια επιστολή-ανακοίνωση στην “Καθημερινή της Κυριακής” στις 20-12-2015 ο αναγνώστης, κατεξοχήν ο Κρητικός αλλά όχι μόνον, καταρχήν απορεί, ακολούθως όμως εξοργίζεται, όταν στην πρώτη παράγραφο αυτής διαβάζει επί λέξει τα εξής:
“Η ποινική δίωξη κατά του Γερμανού ιστορικού Χάινς Ρίχτερ δεν είναι προς τιμήν της εισαγγελικής αρχής της Κρήτης που την άσκησε. Ο Ρίχτερ, συγγραφέας του βιβλίου “Η Μάχη της Κρήτης” διαπιστώνει ως πόρισμα της ιστορικής του έρευνας τέλεση και από την πλευρά αντιστασιακών Κρητών (απρόσωπα) πράξεων που παραβιάζουν το δίκαιο του πολέμου, όπως θανάτωση συλλαμβανόμενων αιχμαλώτων, σφαγιασμό τραυματιών, ατιμασμός νεκρών κλπ. Οι πράξεις αυτές, αν τελέσθηκαν, παραβιάζουν ασφαλώς διεθνείς συνθήκες, που επιβάλλουν μεταχείριση των αιχμαλώτων (δηλαδή εξουδετερωμένων και άρα επικίνδυνων αντιπάλων) ως υποκειμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το πως μεταχειρίζεται τους αιχμαλώτους ο αντίπαλός τους είναι, άλλωστε, θέμα όχι μόνο του διεθνούς δικαίου, αλλά και της ηθικής”.
Ποιος άραγε, αντίθετα με τη διαχρονική ιστορική έρευνα, ακόμη και με τις “ανακρίσεις” των ίδιων των ναζιστών στρατοδικών, ομίλησε για δήθεν κακομεταχείριση αιχμαλώτων Γερμανών αλεξιπτωτιστών από τους Κρητικούς, όταν είναι δεδομένη η περίθαλψη εκατοντάδων τραυματιών εξ αυτών, που αναδίδει μεγαλείο, αν αντιπαραβληθεί με τις μαζικές εκτελέσεις, τον αφανισμό χωριών, την καταπάτηση όχι μόνον κάθε έννοιας Δικαίου, αλλά αυτής καθεαυτής της έννοιας, του περιεχομένου και της αξίας της ανθρώπινης ύπαρξης;;;;
Ποιος θεώρησε ευθαρσώς ως αντιπάλους απλώς και περίπου ισότιμα αντιπαρατιθέμενους στο πεδίο της Μάχης τους πάνοπλους, φανατισμένους και εμπειροπόλεμους δολοφόνους, αν και ιδεαλιστές κατά τον Ρίχτερ αλεξιπτωτιστές, από τη μία και τους άοπλους και αδύναμους Κρήτες, υπερασπιστές της γης, των βωμών και των εστιών τους από την άλλη;;;
Μήπως κάποιος ακαδημαικός, εκπρόσωπος του ακραίου γερμανικού αναθεωρητισμού ή μήπως ένας συντηρητικός Γερμανός πολιτικός, που κατά την επίσημη θέση της χώρας του μεταχειρίζεται μία ψευδεπίγραφη ιστοριογραφία ως ένα ακόμη επιχείρημα για να αντικρούσει το στέρεο αίτημα της χώρας μας για Δικαιοσύνη και Αποζημίωση;;;
Δυστυχώς, όχι. Η παραπάνω αποστροφή ανήκει σε 19 μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, τα οποία μεσούσης μιας δικαστικής διαδικασίας και με την όποια επιρροή ασφαλώς έχει εκ του κύρους τους η ανωτέρω απαξιωτική θέση τους σε αυτήν και, σε κάθε περίπτωση, εν μέσω μιας δημόσιας συζήτησης, παρενέβησαν εκκωφαντικά υπέρ του προσβολέα της Ιστορίας μας, του προκλητικού αναθεωρητή και, ανάξιου τελικά, και κατά την ιστορική υπ’ αριθμόν 2571/2021 Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας -γιατί ο μόνος αγώνας που χάθηκε είναι εκείνος που δεν δόθηκε- της τιμής του Πανεπιστημίου Κρήτης Ρίχτερ- υπερασπιζόμενοι καταρχήν την ελευθερία της έκφρασης, την οποία ουδείς αμφισβήτησε, εξ αντικειμένου όμως και εκ του αποτελέσματος, στο βαθμό που δεν στηλίτευσαν, όπως και πολλοί άλλοι ομόδικοι τους στην υπεράσπιση τη μη αμφισβητούμενης από κανέναν ελευθερίας αυτής, το περιεχόμενο της “ιστοριογραφίας” του, κατέλιπαν πεδίον δόξης λαμπρό στην ανάδειξη θέσεων, που ο υπερασπιζόμενος, αποθρασυνόμενος και ευχάριστα εκπλαγείς από το ανέλπιστο κύμα συμπαράστασης στο πρόσωπό του, διακατεχόμενος από “υπεροψίαν και μέθην”, μετέφρασε σε πράσινο φως, ώστε να ομιλεί για φανατικούς και από άλλη ράτσα Κρητικούς, για υποχρέωση της Ελλάδας να αποζημιώσει τη Γερμανία και άλλα τινά φαιδρά, αφενός μεν εκθέτοντας ανεπανόρθωτα όσους του συμπαραστάθηκαν και αφετέρου αναδεικνύοντας εναργώς την εξαρχής στόχευση της συγγραφής του: το συμψηφισμό, τη σχετικοποίηση των εγκλημάτων του πολέμου και, τελικά, την ακύρωση κάθε αξίωσης των θυμάτων και της χώρας για επανόρθωση και αποκατάσταση.
Ας μην κρυβόμαστε: η υπόθεση Ρίχτερ, με κορυφή του παγόβουνου την ανακοίνωση αυτή στην οποία πρέπει να αθροίσει κανείς την επικοινωνιακή καταιγίδα με δημόσιες παρεμβάσεις σε μεγάλα ΜΜΕ διακεκριμένων αρθρογράφων, πολιτικών κομμάτων και πανεπιστημιακών υπέρ του, υπήρξε ο πλέον πρόσφατος καταλύτης, ώστε να αναδυθεί με καθαρότητα μια συντεταγμένη, ομογενοποιημένη και οριζόντια ως προς την προέλευση και τη διαστρωμάτωσή της, αναθεωρητική ιστορικά, κατ’ επίφαση μοντέρνα και πάντως υπό τα σύγχρονα δεδομένα “πολιτικά ορθή”, αν και εθνικά επιζήμια, αντίληψη στο εσωτερικό της χώρας, κατά την οποία υπό το όχημα της επιστημονικής έρευνας και της ελευθερίας της έκφρασης νομιμοποιούνται στη δημόσια σφαίρα και τελικά σε ένα βαθμό ίσως ενσωματώνονται διατυπώσεις και διαπιστώσεις, ως εκείνες του κατά τον ίδιο ισάξιο του Τόμας Μαν Ρίχτερ, που δεν αναθεωρούν απλώς, αλλά κυριολεκτικά αναδομούν την ανάγνωση της Ιστορίας και μέσα από απατηλά ερμηνευτικά σχήματα αυτοενοχοποίησης μας [πελατειασμός, κατανάλωση και σπατάλη των -ανύπαρκτων στην πραγματικότητα- αποζημιώσεων της Κατοχής] νομιμοποιούν τελικά τη λήθη, δικαιολογούν την κάθε είδους υποταγή.
Εν ολίγοις, ο στρατός των υπερασπιστών του είδε το τυρί: την ελευθερία της έκφρασης. Αλλά δεν είδε-ή προσποιήθηκε πως δεν είδε- τη φάκα: τον κίνδυνο οι γραφικές καταρχήν θέσεις του να θεσμοποιηθούν και, προιόντος του χρόνου, να γενικευθούν και να επικρατήσουν. Και την αδιανόητη αντιστροφή και διαστροφή να σπιλώνονται ως σκοταδιστές και εθνικιστές ή ακροδεξιοί, παρόλο που- μια και γνωριζόμαστε- δεν διαπίστωσα κανέναν τέτοιο εμπλεκόμενο στην υπόθεση αυτή, εκείνοι που έδωσαν τη μάχη του αυτονόητου, δηλαδή τη μάχη της ιστορικής αλήθειας και του δίκιου, ενώ αυτο-αποθεώνονταν ως “προοδευτικοί” και “φιλελεύθεροι” οι υπερασπιστές εκείνου που με τη γραφή του νομιμοποιεί τη βαρβαρότητα, ασελγεί όχι μόνον στα θύματα των Ναζί, αλλά και λοιδωρεί την ταλαιπωρημένη σήμερα χώρα μας και το λαό μας!!!
Αν δεν πρόκειται -και δεν θέλω να το πιστεύω- για μια εξ ενδεχομένου δόλου στάση, πρόκειται για βαρύτατη αμέλεια: και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Διότι όταν ο Γ. Τσολάκογλου έγραφε σε διάγγελμά του προς τους Κρητικούς στις 29 Μαίου του 1941 “Πληροφορήθηκα ότι η συμπεριφορά σας προς τους Γερμανούς αιχμαλώτους δεν είναι η αρμόζουσα προς τη διεθνή νομιμότητα και τον πολιτισμό μας…Επειδή δε εσείς έχετε ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας, πρέπει να το επιδείξετε εις τους ανδρείους αντιπάλους μας με όλη σας την καρδιά. Συμπεριφερθείτε ευγενώς” , ουδείς απορεί. Θα απορούσε, πράγματι, αν ο δοσίλογος τοποθετείτο διαφορετικά. Εξανίσταται δίκαια, όμως, όταν, η υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, η εύλογη ίσως κριτική σε μια δικαστική διαδικασία και μάλιστα από εκπροσώπους θεσμών της Πολιτείας δεν συνοδεύεται από την κρυστάλλινη, την καθαρή καταδίκη απόψεων που ασφαλώς μπορούν να εισφέρονται στο δημόσιο χώρο, πλην όμως δεν μπορεί να νομιμοποιούνται διά της υπεράσπισης του προσώπου που τις εκφέρει. Διότι στην υπόθεση Ρίχτερ τούτο ακριβώς συνέβη: συμπαραστεκόμενοι στο διωκόμενο Ρίχτερ χωρίς ταυτόχρονα να στηλιτεύουν τις θέσεις του, οι συμπαθούντες αυτόν έμμεσα τις υιοθέτησαν-κάποιοι μάλιστα εξ αυτών το ομολόγησαν ρητά και στη δικαστική αίθουσα. Και τούτο, ταπεινά θεωρώ, ουδεμία τιμή περιποιεί στους θεσμούς ή τα Ιδρύματα που εκπροσωπούν.
Αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει μία, κρίσιμη ίσως, παθογένειά μας: είμαστε πλέον μια χώρα, αλλά και η Κρήτη πια, ένας τόπος τιμητικών εξαιρέσεων. Διότι χάριν της δικαιοσύνης και της ιστορικής πραγματικότητας πρέπει να καταγραφεί ότι στην υπόθεση αυτή υπήρξε μια χαοτική απόσταση ανάμεσα στην ομόθυμη και γνήσια στάση της κοινωνίας συνολικά από την μία και στην επί του προκειμένου θέση των εν ευρεία εννοία εκπροσώπων της: είναι προφανές ότι η κακώς εννοούμενη πολιτική ορθότητα και το στίγμα της γραφικότητας και του σκοταδισμού που οι συντεταγμένες συστημικές γραφίδες προσέδοσαν στους κατήγορους του Ρίχτερ απέτρεψε τη μεγάλη πλειοψηφία των θεσμικών εκπροσώπων της Κρήτης από το να εκτεθούν, τους προέτρεψε να μην εκτεθούν και να αυτοπροστατευθούν, παρόλο που σήμερα, όταν κατόπιν της πομπής και της θυμηδίας που προκάλεσαν οι προσβολές και οι προκλήσεις του πολλοί από τους υπερασπιστές του έχουν μετανοήσει και κρύβονται, είναι βέβαιο ότι αν γύριζε ο χρόνος πίσω, όντας πια μέσα στη φάκα, θα απεμπολούσαν το τυρί. Και θα ήταν δίπλα μας.
Κατά ένα παράδοξο τρόπο το χάσμα που υπήρξε στη Μάχη της Κρήτης και στην μεγαλειώδη κατόπιν Αντίσταση του λαού μας ανάμεσα στην αυθόρμητη, ανοργάνωτη, παλλαική αντίσταση των απλών πολιτών και στην τρεμάμενη και σε πανικό Κυβέρνησή της εποχής, επαναλήφθηκε σε απόλυτη, εννοείται, σμίκρυνση στην υπόθεση Ρίχτερ. Και αυτό ως ιστορική καταγραφή επιβεβαιώνει ότι συχνά οι απλοί πολίτες, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ξεπερνούν τα θέσμια, δημιουργούν τα γεγονότα και δεν τα ακολουθούν απλώς. Ότι η χώρα μας και η Κρήτη ειδικότερα έχει απόθεμα μνήμης, σκέψης, λεβεντιάς τελικά. Και τούτο συνιστά ένα ακόμη θετικό πρόσημο της υπόθεσης αυτής, μία ενθαρρυντική εκδοχή ήθους, συναισθήματος, “πρεπιάς”, όπως λέμε στην Κρήτη, στην επίπεδη εποχή που ζούμε.
————————————————————————————————
Ποια αξία, ωστόσο, έχει η αναμόχλευση του παρελθόντος στο παρόν, ποια η προβολή του στο μέλλον;;; Πώς η Μάχη της Κρήτης και η Αντίσταση, η ενωτική, θυσιαστική, ανδιοτελής εκχώρηση και της ίδιας της ύπαρξης ακόμη χιλιάδων ανθρώπων, που μέσα στον τρόμο κοίταξαν στα μάτια το θηρίο, δηλαδή μια μεγάλη στιγμή του λαού μας και, θεωρώ, η μεγαλύτερη στιγμή της Κρήτης στον αιώνα που πέρασε μπορεί να αποτυπωθεί σήμερα δημιουργικά, πώς μπορεί να εμπνεύσει, να διδάξει και υπό ποιες προυποθέσεις ιστορικά έργα και εκδηλώσεις υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών, όπως η σημερινή, μπορούν να λειτουργήσουν αφενός μεν ως άμυνα σε έναν επιθετικό και θρασύτατο πλέον αναθεωρητισμό και αφετέρου ως έρμα ώστε να καταστεί εφικτή η αναγωγή των ιστορικών γεγονότων σε διδαχή, αλλά και η υπαγωγή τους σε ένα πλαίσιο διεκδίκησης των αυτονόητων αξιώσεών μας για όσα απερίγραπτα και απαράγραπτα υπέστη ο τόπος μας 80 χρόνια πριν;;;
Εκτιμώ, ταπεινά, ότι τρία είναι τα επίπεδα, στα οποία παράλληλα και συντεταγμένα πρέπει να δράσουμε:
1ον. Στο μέτωπο της Παιδείας, διότι στο βαθμό που, όχι τυχαία ασφαλώς, ο αναθεωρητισμός επωάζεται στην εκπαίδευση και δη στην Ανώτατη, αλλά όχι μόνον, μια και πλέον “συνωστίζεται” και στις κατώτερες βαθμίδες της, και ακολούθως εξάγεται, είναι προφανές ότι εκεί καταρχήν πρέπει να είναι “ανοικτά τα μάτια της ψυχής μας”. Όσο οι νέες γενιές ενσωματώνουν το παρελθόν και την Ιστορία μας όχι βέβαια με παραστάσεις απλώς ηρωισμού ή κραυγές εθνολαικισμού, αλλά με όρους αξιοπρέπειας και αλήθειας, τόσον θα εμφιλοχωρούν σε μιαν αντίληψη αξιοπρέπειας, ισότιμης συνύπαρξης του Έθνους και του Λαού μας με όρους αμοιβαιότητας και συνεργασίας. Όσο, αντίθετα, όπως το χώμα από τη βροχή το φθινόπωρο, εμποτίζονται με φοβικές και ενοχικές παραστάσεις για το παρελθόν μας, με μοδάτες και επίπεδες αφηγήσεις για μια Ελλάδα, που πρέπει δήθεν να διαγράψει ή να αμβλύνει την Ιστορία της, προκειμένου να κινείται άνετα στα σαλόνια της διεθνούς πολιτικής ορθότητας, τόσο αφενός μεν θα πρέπει οριστικά να διαγραφούν οι δίκαιες αξιώσεις μας για όσα δεινά μας επιφύλαξε η Ιστορία και αφετέρου και ίσως κυρίως πέραν των αποζημιώσεων και των επί μέρους δικαιωμάτων θα διακυβεύεται η ψυχή μας, δηλαδή εν τέλει η ύπαρξή μας.
2ον. Στο μέτωπο της ανάδειξης του μεγάλου ιστορικού γεγονότος της Μάχης της Κρήτης και της Αντίστασης διεθνώς. Τολμώ να πω ότι μία από τις εκδηλώσεις της υπόθεσης Ρίχτερ που με συγκίνησε ιδιαίτερα ήταν ένα συγκλονιστικό κείμενο-κόλαφος εναντίον του από έναν εκ των κορυφαίων ερευνητών της Νέας Ζηλανδίας του Ντέιβιντ Φίλερ, ο οποίος υπενθύμισε επί λέξει ότι “η Μάχη της Κρήτης και η Κρητική Αντίσταση παραμένει ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Νέας Ζηλανδίας“. Πολλώ δε μάλλον της Ελλάδας θα προσέθετα. Είναι σαφές ότι οι εξαιρετικοί ιστορικοί μας, αλλά και ιδιαίτερα το Πανεπιστήμιο Κρήτης για αυτονόητους λόγους, έχουν πεδίο δόξης λαμπρό, και πονήματα ψυχής, όπως του Γιώργου Σταρράκη ερεθίζουν και κινητοποιούν προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε η Μάχη και η Αντίσταση ως συνέχεια της, μια και κατ’ ουσίαν η Αντίσταση έμπρακτα απέδειξε ότι η Μάχη της Κρήτης ποτέ δεν έληξε, ουδέποτε παραδοθήκαμε, δηλαδή δεν νικηθήκαμε, να καταξιωθεί έτι περαιτέρω ως εμβληματικό γεγονός στην παγκόσμια Ιστορία, όχι μόνον ως ανάλογη τιμή στους νεκρούς και τους μαχητές της, αλλά ασφαλώς και επειδή η ανάδειξη της σημασίας και της βαρύτητάς της τόσον στρατιωτικά όσον κυρίως ως η πρώτη παλλαική αντίσταση στους Ναζί κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο,-του οποίου οι πρώτες μαζικές εκτελέσεις αμάχων κατά την εξέλιξη της μάχης και πριν την περιβόητη διαταγή του Στούντεντ έγιναν στα Μυσσίρια Ρεθύμνου και είμαστε ευτυχείς που η ΔΙΣ ήδη επίκειται να το καταγράψει κατόπιν αιτήματός μας και επίσημα- που επέφερε σε εκδίκηση αυτής και την αμείλικτη αδιανόητη βαρβαρότητα σε βάρος της Κρήτης θα αναδείξει και θα φωτίσει το δίκαιο αίτημα για δικαιοσύνη και αποζημίωση.
3ον. Στο μέτωπο, ασφαλώς, της διεκδίκησης των αποζημιώσεων. Το μόνο που αντιλαμβάνομαι ως κοινό τόπο πια είναι πως η Κρήτη, τα θύματα της Κατοχής, , απαιτούν η διεκδίκηση να παραμείνει, ως είναι, ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Να μην εγκλωβιστεί στην πολιτική αντιπαράθεση, να μην μικρύνει από τους μικρομεγαλισμούς, τις προσωπικές φιλοδοξίες, τις ανούσιες αντιπαραθέσεις και τους διαγκωνισμούς. Να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Όπως στάθηκαν το Μάη το 1941 και μέχρι την αποχώρηση και του τελευταίου κατακτητή από τον τόπο μας, ψηλότερα από το μπόι και τις δυνάμεις τους, οι πρόγονοι μας. Και εκείνο που πρέπει να σας εισφέρω, εκτός από το γεγονός ότι και στο Ρέθυμνο έχουμε επιτύχει την έκδοση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν αποζημιώσεις υπέρ εκατοντάδων θυμάτων της Κατοχής σε βάρος της Γερμανίας, της οποίες προσθέτουμε στη φαρέτρα της χώρας ως προς τη σύνολη διεκδίκηση και που θα ακολουθήσουν τη νόμιμη οδό, πέραν αυτού και επειδή είναι προφανές ότι η διεθνοποίηση του ζητήματος των αποζημιώσεων και ιδιαίτερα η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης της Γερμανίας είναι καταλυτική για την ευόδωσή του, έχομε καιρό τώρα καταθέσει στην Πολιτεία τη συγκινητική προσφορά όχι μόνο ισχυρών οικονομικά, κοινωνικά κλπ Κρητικών, αλλά κατεξοχήν των απλών ανθρώπων του Ρεθύμνου και της Κρήτης να συνδράμουν όπως μπορούν, ώστε να οργανωθεί και να ξεδιπλωθεί μια ευρεία εκστρατεία για την ανάδειξη του δίκιου μας.
Αν και απολύτως μικρότεροι των προγόνων μας, οφείλουμε να ανταποκριθούμε στο ελάχιστο Χρέος μας προς αυτούς. Και την Κρήτη. Και θα το πράξουμε.
Όπως το πράττει με τον πολυμέτωπο Αγώνα του και με την δροσερή πένα του, χρόνια τώρα, ο Γιώργης Σταρράκης- και αυτή είναι η επίκαιρη, η καίρια συμβολή της παρούσας ιστοριογραφίας του.
Όχι μόνον για να είναι απροσπέλαστος ο τόπος μας στους Ρίχτερ. Αλλά για να προκαλέσουμε εμείς Ρίχτερ σε όλο τον Κόσμο για το δίκιο μας.
————————————————————————————————
Κυρίες και κύριοι,
Σε χαλεπούς καιρούς, σε δύσβατους χρόνους, όταν οι αλλεπάλληλες κρίσεις, υγειονομικές, οικονομικές και άλλες, μα πάνω από όλα αξιακές έγιναν κανονικότητα, σήμερα που ο μεταπτωτικός Άνθρωπος πορεύεται στο σκοτάδι χωρίς πυξίδα, με έρμα το φόβο και εποχούμενος σε άρματα ταπεινά, που τον μικραίνουν, τον καθυποτάσσουν,
καμπάνα αναστάσιμη, εμβατήριο ψυχής, οδός ζωής, ο Λόγος και το Κράτος του μέγα παππού μας Καζαντζάκη:
“Ἡ κραυγὴ ποὺ γροικᾶς δὲν εἶναι δική σου. Δὲ μιλᾶς ἐσύ. Μιλοῦν
ἀρίφνητοι πρόγονοι μὲ τὸ στόμα σου. Δὲν πεθυμᾶς ἐσύ. Πεθυμοῦν
ἀρίφνητες γενιὲς ἀπόγονοι μὲ τὴν καρδιά σου.
Οἱ νεκροί σου δὲν κοίτουνται στὸ χῶμα. Γενήκαν πούλια, δέντρα,
ἀέρας. Κάθεσαι στὸν ἴσκιο τους, θρέφεσαι μὲ τὴ σάρκα τους, ἀναπνὲς στὸ χνῶτο τους.
Γενήκαν ἰδέες καὶ πάθη καὶ ὁρίζουν τὴ βουλή σου καὶ τὴν
πράξη.
Οἱ μελλούμενες γενιὲς δὲ σαλεύουνε μέσα στὸν ἀβέβαιο καιρό, ἀλάργα
ἀπὸ σένα. Ζοῦν, ἐνεργοῦν καὶ θέλουνε μέσα στὰ νεφρὰ καὶ στὴν καρδιὰ
σού.
Τὸ πρῶτο σου χρέος πλαταίνοντας τὸ ἐγώ σου εἶναι στὴν ἐφήμερη τούτη στιγμὴ ποὺ περπατᾶς στὴ γής, νὰ μπόρεσης νὰ ζήσης τὴν ἀπέραντη πορεία,
τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Ἡ ράτσα σου εἶναι τὸ μεγάλο σῶμα, τὸ περασμένο, τὸ τωρινὸ καὶ τὸ
μελλούμενο.
Ἐσὺ εἶσαι μία λιγόστιγμη ἔκφραση, αὐτὴ εἶναι τὸ πρόσωπο.
Ἐσὺ εἶσαι ἤσκιος, αὐτὴ κρέας.
Δὲν εἶσαι λεύτερος. Ἀόρατα μυριάδες χέρια κρατοῦν τὰ χέρια σου καὶ
τὰ σαλεύουν. Ὅταν θυμώνης, ἕνας προπαπος ἀφρίζει στὸ στόμα του, ὅτα νἀγαπᾶς, ἕνας προγονὸς ἀπηλιώτης μουγκαλιέται, ὅταν κοιμᾶσαι, ἀνοίγουν οἱ τάφοι μέσα στὴ μνήμη καὶ γιομίζει φαντάσματα ἡ κεφαλή σου!
Σὰν ἕνας λάκκος αἷμα εἶναι ἡ κεφαλή σου καὶ μαζώνουνται κοπαδιαστὰ
οἱ ψυχὲς τῶν πεθαμένων καὶ σὲ πίνουν καὶ ζωντανεύουν.
“Μὴν πεθάνης, γιὰ νὰ μὴν πεθάνομε! φωνάζουν μέσα σου οἱ νεκροί.
Δὲν προφτάσαμε νὰ κάνομε ἔργα τὶς ἰδέες μας. Κάμε τὶς ἔργα ἐσύ.
Δὲν προφτάσαμε νὰ συλλάβομε καὶ νὰ στερεώσομε τὸ πρόσωπο τῆς ἐλπίδας
μᾶς.
Στερέωσε τὸ ἐσύ!
Τέλεψε τὸ ἔργο μας! Τέλεψε τὸ ἔργο μας!
Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνομε
στὸ κορμί σου καὶ φωνάζομε. Ὄχι, δὲ φύγαμε, δὲν ξεκορμίσαμε ἀπὸ
σένα, δὲν κατεβήκαμε στὴ γής. Μέσα ἀπ’ τὰ σωθικά σου πιαστήκαμε καὶ
ξακολουθοῦμε τὸν ἀγώνα. Λύτρωσέ μας!”
Ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης
————————————————————————————————
Γι’ αυτή τη λύτρωση, για το ζωντάνεμα των νεκρών μας, για το μέγα μήνυμα στα παιδιά μας, σ’ ευχαριστούμε Γιώργο Σταρράκη!!!!!
Και στο ευχόμαστε , αλλά και υποσχόμαστε, ότι θα προσπαθήσουμε να παραμείνουμε ”ατακτοι”, δηλαδή όρθιοι, αλύγιστοι, ελεύθεροι, όπως οι Ρεθυμνιώτες που τίμησες εξαιρετικά με το έργο σου!!!!
Καλοτάξιδο!!!!