Η κότα της Δώρα Μακρή
«Έρχονται οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί! Φυγέτε!» ούρλιαζε ο τελάλης του χωριού τρέχοντας σε όλα τα σοκάκια του. Φθινόπωρο του 1942. Ένα ανθρώπινο βουητό, φωνές και εντολές σε ένα χωριό που έπρεπε για μια ακόμα φορά να αδειάσει από τους κατοίκους του. Ηταν η τρίτη φορά που τα άδεια χαμόσπιτα θα παραδίδονταν στις φλόγες από τον Γερμανό κατακτητή. Ηταν η τρίτη φορά που οι χωριανοί θα έτρεχαν με τα φορτωμένα μουλάρια και τα γαϊδούρια, με τα παιδιά στην αγκαλιά να σωθούν από βέβαιο χαμό.
Ο πατέρας ετοίμασε βιαστικά το μουλάρι. Φλοκάτες, ρουχισμό και προπάντων τρόφιμα. Η μητέρα, από το χέρι την πεντάχρονη Ρήνα και στην αγκαλιά της τη Δήμητρα μόλις δύο χρονών. Από το μπράτσο της κρατιόταν η ηλικιωμένη γιαγιά Κατερίνη. Επρεπε να φτάσουν στα Καψάλια, τρεις ώρες δρόμο μέχρι τα καλύβια που είχαν στήσει από τις προηγούμενες δύο φορές, που δραπέτευαν τρομαγμένοι. Δυό χρόνια συνολικά χρειάστηκε να μείνουν στο καταφύγιό τους καθώς εκεί ανάμεσα στο δάσος τα γερμανικά αεροπλάνα δεν τους έβλεπαν. Το παιδομάνι ελεύθερο τριγύρω, ήξερε ότι ενώ έπαιζε άμα άκουγε τα βομβαρδιστικά, ξαπλώνουνταν ακούνητο στο έδαφος, μην και γίνει στόχος.
Ολοι πήγαιναν πεζή και με βιαστικό βηματισμό αφού το μουλάρι αγκομαχούσε βαρυφορτωμένο με τις προμήθειες. Η Ρήνα ακολουθούσε την μικρή πομπή, μισοχορεύοντας. Σ αυτήν την ηλικία δεν είχε συναίσθηση της αγριότητας του πολέμου, όπως κάθε αθώο παιδί της ηλικίας της. Η μικρή Δήμητρα άλλαζε κάθε τρεις και λίγο αγκαλιά μια στη μάνα μια στον πατέρα της αφού ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος. Η 82χρονη γιαγιά Κατερίνη κρατούσε γερά από το χέρι τη νύφη της . Λίγο πριν φύγουν πρόλαβε να αρπάξει μια μεγάλη κότα από την αυλή και την έχωσε βιαστικά σε έναν μάλλινο υφαντό τορβά που τον κρέμασε στον ώμο της. Το ζωντανό είχε λουφάξει σα να διαισθάνονταν τον κίνδυνο που πλησίαζε.
Λίγη ώρα αργότερα όμως, εκεί κοντά στο Χράνο, η Κατερίνη ένιωσε πως δεν τη βαστούσαν πια τα πόδια της.
«Αφήστε με εδώ! Δεν κάνω βήμα παραπέρα! Φευγάτε εσείς να σωθείτε!» Έκανε στο γιό της. «Μάνα, δεν σε αφήνω εδώ! Θάρθεις μαζί μας» φώναξε επιτακτικά εκείνος. «Βήμα δεν κάνω! Φύγετε! Να! Θα κρυφτώ εδώ στο λάκκο και δεν θα με βρουν.» Ο πατέρας απόμεινε συλλογισμένος και διστακτικός. Από τη μια η γυναίκα του, οι δυό του κόρες και τα δύο προπορευόμενα μεγαλύτερα αγόρια του κι από την άλλη η μάνα του. Δίστασε προς στιγμήν αλλά αποφάσισε γρήγορα. «Θα πάω και θα γυρίσω να σε πάρω!» της είπε και προσπάθησε να της βρει μια γωνιά εκεί κοντά στο λάκκο για να την κρύψει καλύτερα.
Η Κατερίνη κάθησε σε μια πέτρα και περίμενε. Στον τορβά της πέρα από την κότα δεν πρόλαβε να ρίξει ούτε ένα σκέπασμα. Κι η νύχτα πλησίαζε. Το κρύο άρχισε να γίνεται τσουχτερό. Πήρε τον τορβά αγκαλιά και έχωσε τα ξυλιασμένα χέρια της στα πούπουλα της λουφαγμένης κότας. Ζεστάθηκε. Ολη τη νύχτα, η θέρμη της κότας, κράτησε και τη γιαγιά ζεστή. Ώσπου στο τέλος εκεί κάπου στα χαράματα οι αναπνοές τους είχαν συντονιστεί πλήρως. Η μία τροφοδοτούσε την άλλη με ένα ρυθμό ζωής, δυό αναπνοές και μια ζεστή αγκαλιά από δυό λουφαγμένα πλάσματα .
Ο ήλιος ανέτειλε, η γιαγιά ήταν ακόμα ζωντανή, αλλά ο γιος της δεν είχε ακόμα επιστρέψει. Κοίταξε δίπλα της την αμίλητη κότα. «Απομείναμε μοναχές μας και τι θα κάνω τώρα που πεινάω;» Η πουπουλένια φίλη της, καθισμένη δίπλα της αποφάσισε να της απαντήσει με ένα μεγαλόπρεπο κακάρισμα. Σηκώθηκε να βοσκήσει ανάμεσα στα χόρτα του λάκκου και η έκπληκτη γιαγιά είδε ένα κατάλευκο αυγό επάνω στον τορβά της. Το ήπιε ολόκληρο κι επιτέλους το γουργουρητό στο στομάχι , σταμάτησε. Χαμογέλασε στη δίποδη φίλη της και πάνω στην ώρα άκουσε τον λαχανιασμένο και ανήσυχο γιο της να τη φωνάζει από μακριά.
Εκείνα τα πούπουλα , οι αναπνοές που ενώθηκαν και το πρωινό αυγό ήταν που κράτησαν ζωντανή και ζεστή την προγιαγιά μου την Κατερίνη εκείνη τη δύσκολη νύχτα. Γεννήθηκε το 1860 επί τουρκοκρατίας, έζησε τους βαλκανικούς πολέμους, τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο σπαραγμό και έφυγε πλήρης ημερών στα 102 της χρόνια. Ποτέ της δεν φοβήθηκε. Χαμογελούσε μόνο, κάθε φορά που θυμόταν την αγκαλιά με την κότα: «Μοιραζόμασταν την ίδια ανάσα. Μια ανάσαινε εκείνη , μια εγώ» έλεγε…