ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΖΑΓΟΡΙΟΥ 2020
Κυριακή 5 Ιουλίου 2020 – Γρεβενίτι
Χρήστος Ζαμπακόλας
Το ολοκαύτωμα της μνήμης. – Από το τραυματικό παρελθόν σ’ένα ελπιδοφόρο μέλλον
Το εντελβάις είναι ένα μικρό λευκό λουλουδάκι, σε σχήμα αστεριού, που φυτρώνει
σε μεγάλο υψόμετρο, σε βραχώδεις γκρεμούς της Αυστρίας και των Βαυαρικών Άλπεων.
Αν ήθελε να το χρησιμοποιήσει κάποιος ως σύμβολο, θα περίμενε κανείς ότι θα το
αντιστοιχούσε με κάτι όμορφο και εξίσου ευαίσθητο, γαλήνιο και ειρηνικό.
Ωστόσο, ανεξήγητο για ποιο λόγο, η ονομασία του λουλουδιού αυτού στα ελληνικά είναι «πόδι του
λιονταριού». Σε αυτή την τρομερή, καταστροφική εικόνα, παραπέμπει η χρήση του
εντελβάις ως συμβόλου μιας από τις φονικότερες πολεμικές μηχανές που γνώρισε η
ανθρωπότητα και, δυστυχώς, η πατρίδα μας: της 1ης μεραρχίας ορεινών καταδρομών
της γερμανικής Βέρμαχτ.
Τον Απρίλιο του 1943 η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ μετακινεί, μετά από
20 μήνες στο ανατολικό μέτωπο, την 1η μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις»
και την κατευθύνει δια μέσου της Σερβίας και της Αλβανίας, στην Ελλάδα και στην
περιοχή της Ηπείρου. Αποστολή της είναι να αντιμετωπίσει καταρχήν την ενοχλητική
δράση των αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και, κατά
δεύτερον, μια πιθανή συμμαχική απόβαση στην Ήπειρο. Η μεραρχία ορεινών
καταδρομών «Εντελβάις», με διοικητή τον στρατηγό Βάλτερ φον Στέτνερ, υπάγεται
κατευθείαν στο 22ο σώμα του ναζιστικού στρατού, με διοικητή τον στρατηγό
Χούμπερτ Λανς.
Οι φόβοι των Γερμανών ήταν βάσιμοι.
Την άνοιξη του ‘43, το Ζαγόρι είναι
πλέον το κομβικό σημείο της εθνικής αντίστασης, ενώ οι Ασπράγγελοι είναι το
σημείο αναφοράς τόσον του ΕΛΑΣ όσο και του ΕΔΕΣ. Στις 12 Ιουλίου 1943, ο
ΕΛΑΣ τηλεγραφεί στην ομάδα της ΕΠΟΝ και στα εφεδρικά σώματα ΕΛΑΣ που
εδρεύουν στην περιοχή, ότι η γερμανική μεραρχία Εντελβάις καίει τα χωριά στην
Κόνιτσα. Πράγματι μετά από φρενήρη επέλαση, από τις 6 Ιουλίου του 1943, η
μεραρχία – που είχε εισβάλει στο ελληνικό έδαφος από την Κρυσταλλοπηγή – είχε
καταλήξει, μέσω του άξονα Σαρανταπόρου – Αώου, στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων.
Στις πολεμικές αναφορές της 11 Ιουλίου 1943 σημείωνε: «εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις στην περιοχή οδήγησαν στην εξόντωση πάνω από 100 εχθρικών
στοιχείων. Χωριά που πρόσφεραν καταφύγιο στους αντάρτες και στα οποία
ανακαλύφθηκαν πολεμοφόδια, πυρπολούνται».
Από εδώ και μετά, οι φράσεις αυτές θα συνοδεύουν, ως μόνιμη επωδός, τις
γερμανικές στρατιωτικές αναφορές από τις επιχειρήσεις της μεραρχίας στο Ζαγόρι.
Ήδη από τις 13 Ιουλίου του 1943, η αναγνωριστική περίπολος της διμοιρίας του
υπολοχαγού Μπρούνινγκ-χάουσεν, βρισκόταν πια σε οπτική επαφή με τους αντάρτες
του ΕΛΑΣ Ασπραγγέλων και είχε εμπλακεί σε αψιμαχίες. Για μια ολόκληρη ημέρα οι
συγκρούσεις μαίνονταν· οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προσωρινά.
Όμως, τη νύχτα ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους και την επομένη, παρέδωσαν τα χωριά
Ασπραγγέλους και Ελάτη, στις φλόγες.
Στο Γρεβενίτι έφτασε τον Οκτώβριο του 1943, αφού προηγουμένως είχε
επανειλημμένως συγκρουστεί με τους αντάρτες της 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ
Κεντρικής Μακεδονίας και έχοντας καταστρέψει ολοσχερώς τα χωριά Βρυσοχώρι,
Ηλιοχώρι, Λάιστα και Βωβούσα. Το Γρεβενίτι ήταν έδρα της πολιτικής οργάνωσης
του ΕΑΜ, ενισχυμένης με τμήματα ανταρτών του μάχιμου ΕΛΑΣ ενώ σε αυτό
λειτουργούσε και πολεμικό νοσοκομείο. Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο, πολλοί από
τους 800 κατοίκους του χωριού αναζήτησαν καταφύγιο μέσα στο δάσος, όπου τους
έφτασε η μυρωδιά από τα αποκαΐδια των περιουσιών τους. Άλλοι δεν μπόρεσαν να
μετακινηθούν εγκαίρως και κάηκαν μέσα στα σπίτια τους. Οι μεταπολεμικές εκθέσεις
αναφέρουν ότι στις διάφορες επιχειρήσεις της μεραρχίας κάηκαν συνολικά περί τα
293 σπίτια, το σχολείο και δύο ναοί του χωριού. Ελάχιστα διασώθηκαν.
Το Γρεβενίτι είχε καταστραφεί από το 1ο τάγμα του 98ου συντάγματος της
μεραρχίας Εντελβάις, που είχε διοικητή τον ταγματάρχη Φριτς Μπάντερ, στο πλαίσιο
της «επιχείρησης Πάνθηρ», η οποία διήρκεσε από τις Οκτώβριο ως τον Δεκέμβριο
του ‘43 στην περιοχή του Ζαγορίου κι είχε συνολικό απολογισμό 1.204 καμένα
σπίτια και 56 αμάχους. Τις επόμενες ημέρες, την ίδια τύχη με το Γρεβενίτι είχαν τα
χωριά Μακρίνο-Τρίστενο-Δεμάτι (18/10), Δόλιανη, Ελατοχώρι, Καρυές, Μανασσής,
Καλουτά, Ανθρακίτης, Καβαλλάρι, Λεπτοκαρυά και Φραγκάδες. Σύμφωνα με την
επίσημη εκδοχή του γερμανικού στρατού, οι πράξεις αυτές ήταν δικαιολογημένες
εφόσον «είχαν βρεθεί πολλά πυρομαχικά».
Όμως, δεν ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που οι Γερμανοί θα έκαναν κακό
στο Γρεβενίτι. Θα επέστρεφαν, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1944, στο πλαίσιο
της «επιχείρησης Χρυσαετός». Ο αιματηρός απολογισμός της «αναγκαίας δράσης»
της μεραρχίας από τον Οκτώβρη του ’43 ως τον Ιούλιο του ’44 ήταν 23 άμαχοι.
Ο κατάλογος των απωλειών και η διήγηση των επιμέρους ιστοριών των χωριών
του Ζαγορίου, που καταστράφηκαν μερικώς ή ολοσχερώς από την «λουλουδένια»
μεραρχία, είναι μακρύς. Περιοριστήκαμε να αναφέρουμε την έναρξη της
περίλαμπρης αυτής δράσης στους Ασπραγγέλους και την ευρεία της ανάπτυξη στο
Γρεβενίτι – κέντρο των ετήσιων εορτασμών μνήμης για τα μαρτυρικά χωριά. Θα
προχωρήσουμε σε έναν συνολικό απολογισμό και σε ορισμένες ενδιαφέρουσες
παρατηρήσεις επ’ αυτού αμέσως μετά. Προτού όμως ξεκινήσουμε, σας καλώ να
έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας δύο μικρές σκέψεις, με τις οποίες να
αναμετρήσουμε τόσο τις απώλειες, όσο και τις όποιες δραστηριότητες επιχειρούμε
κάθε φορά και σχετίζονται με την ανάμνηση των ζοφερών αυτών γεγονότων.
Πρώτα από όλα, τον επιτήδειο διαχωρισμό των «ναζιστών» από το σύνολο του
γερμανικού στρατεύματος και, κατ’ επέκταση, του γερμανικού λαού του πρώτου
μέσου του προηγούμενου αιώνα. Η μεραρχία Εντελβάις, και πολλές άλλες που
αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του γερμανικού στρατεύματος, τελούσαν υπό τις
γενικές διαταγές μιας κρατικής οντότητας και όχι ενός κόμματος· για τη δράση της
είναι υπόλογο το γερμανικό κράτος διαχρονικά, σύμφωνα με τις Συμβάσεις της
Γενεύης και το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο Πολέμου που διαμορφώθηκε ακριβώς
κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γερμανικό
κράτος μιλά για «ναζιστικό κόμμα» και τους θιασώτες του, προκειμένου να αποφύγει
την επίρριψη της ευθύνης σε αυτό το ίδιο και να επιτύχει το οριστικό κλείσιμο του
κεφαλαίου των πολεμικών αποζημιώσεων θέτοντας ως χρονικό όριο τη συνθήκη
ειρήνης του 1945. Τη ίδια στιγμή, όπως αποκάλυψε ο ερευνητής Αλέκος Ράπτης, σε
απόρρητη έκθεση της – σημερινής! – Γερμανικής Υπηρεσίας Στρατιωτικών Ιστορικών
Ερευνών του Γερμανικού Στρατού προς το Γερμανικό Υπουργείο Άμυνας, «η 1η
ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις» αποτέλεσε υπόδειγμα για την
πολεμική της δραστηριότητα στα Βαλκάνια στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
πολέμου».
Οι ευθύνες λοιπόν, σύμφωνα με το σύγχρονο γερμανικό κράτος, τελειώνουν το
1945· όλοι καλούμαστε, σύμφωνα με τη Γερμανία, να συγχωρήσουμε και να
ξεχάσουμε. Όμως, ακόμα και αυτό δεν ευσταθεί από την άποψη του διεθνούς δικαίου,
για τον απλούστατο λόγο ότι η Γερμανία δεν υπέγραψε συνθήκη ειρήνης αλλά
συμφωνία παράδοσης στα συμμαχικά στρατεύματα το 1945. Ο Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος έληξε οριστικά μετά την επανένωση της Γερμανίας, στις 3 Οκτωβρίου του
1990, όταν τέθηκε σε εφαρμογή η Συνθήκη Οριστικής Διευθέτησης του Ζητήματος
της Γερμανίας. Τη χρονιά αυτή λοιπόν αναβιώνουν όλες οι απαιτήσεις των χωρών
που υπήρξαν θύματα των ναζιστικών στρατευμάτων ή, ορθότερα, του γερμανικού
εθνικού στρατού.
Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας έχει
να κάνει με τη δική μας υπεύθυνη στάση απέναντι στη μνήμη. Ο χρόνος είναι
αμείλικτος και το μόνο που μπορεί να τον συγκρατήσει είναι η λογική και η επιμονή
μας. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι έχουμε το δεύτερο, πολλές φορές στην ιστορία μάς
έλειψε το πρώτο: η λογική. Πρέπει να αποφασίσουμε τι ζητάμε να μας αναγνωριστεί
και να είμαστε όλοι σύμφωνοι σε αυτό· με άλλα λόγια ένας ελάχιστος βαθμός
ομόνοιας και όχι εντυπωσιασμοί ή λόγοι παραμυθίας και παραπομπή των απαιτήσεων
σε «καλύτερες πολιτικά ημέρες». Η καταστροφή των χωριών, οι απώλειες των
ανθρώπων δεν ήταν πράγματα στιγμιαία στο χρόνο· καθόρισαν το μέλλον του τόπου,
τις μελλοντικές αποδημίες και τον χωρισμό των οικογενειών που δεν είχαν πλέον τα
μέσα επιβίωσης και αναγκάζονταν να φύγουν στην ξενιτιά – πολλές φορές χωρίς
γυρισμό. Καθόρισαν τη φυσιογνωμία του τοπίου: κατεστραμμένα σπίτια, εκκλησίες,
μονές και δημόσια κτίρια χάσκουν ακόμα δίπλα στις ταπεινές κατοικίες των
συμπατριωτών μας, τις φτιαγμένες από την αρχή με κόπο και κόστος που δεν το
ανέλαβε κανείς, ούτε καν ηθικά. Ένα νέο φάσμα ξημέρωσε μετά τη γερμανική
παρουσία πάνω από το πέτρινο Ζαγόρι – όπως και πάνω από κάθε χωριουδάκι της
ελληνικής υπαίθρου που υπέφερε από κατακτητές αυτού του τύπου: η ερήμωση.
Μετά από αυτές τις – κατά τη γνώμη μου αναγκαίες – επισημάνσεις, προχωράμε
στο τμήμα των παρατηρήσεων. Πρώτα από όλα, για την έκταση των απωλειών. Η
πλειοψηφία των χωριών του Ζαγορίου – τουτέστιν, πάνω από 30 χωριά – χτυπήθηκε
από τη μεραρχία Εντελβάις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σε μια συνολική
αποτίμηση μετράμε 180 περίπου καταγεγραμμένους νεκρούς, 1.800 κατά προσέγγιση
καμμένα και σχεδόν διαλυμένα σπίτια, δεκάδες κατεστραμμένους ναούς και 1
ξωκκλήσι, μερικοί από αυτούς ολοσχερώς, δύο καμμένα μοναστήρια, και δεκάδες
κατεστραμμένα και διαλυμμένα σχολεία. [Στην απαρίθμηση αυτη περιλαμβάνουμε
και τα χωριά των Λιγκιάδων, του Γεροπλάτανου και τα Ραβένια].
Γενικότερα στο Νομό Ιωαννίνων, η εν λόγω «υποδειγματική» (σύμφωνα με το γερμανικό κράτος)
μεραρχία έκαψε 342 χωριά, 6.804 οικίες και δολοφόνησε πάνω από 2.660 άτομα.
Ας σταματήσουμε λίγο εδώ. Λίγο ως πολύ, όλοι γνωρίζουμε την εγκληματική
δράση της μεραρχίας Εντελβάις στο χωριό μας, όλοι έχουμε υποστεί ή γνωρίζουμε
οικογένειες που έχουν υποστεί βλάβη, σε περιουσιακά στοιχεία ή σε ανθρώπινες
ζωές. Οι επισκέπτες μας ακόμα αντικρίζουν τα ίχνη των υλικών καταστροφών στην
αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, στα δίκτυά μας, την αρπαγή των κειμηλίων μας, τη
βεβήλωση του λαϊκού μας πολιτισμού, την καταστροφή των αρχείων και των
βιβλιοθηκών μας. Η οποιαδήποτε «πολεμική αποζημίωση» πρέπει να λάβει και αυτά
υπόψη, οπότε ο σχεδιασμός της πρέπει να γίνει σε μια βάση ουσιαστική και
συνολική.
Αναζητώντας πολλές φορές καταγραφές των απωλειών αυτών, κατέληξα στο
δυσάρεστο και ηθικά άβολο συμπέρασμα ότι δεν γνωρίζουμε ε π α κ ρ ι β ώ ς και
αμετάκλητα ποιες είναι οι απώλειες ή τι να συμπεριλάβουμε στις απώλειες αυτές.
Γιατί, 77 χρόνια μετά, να μη υπάρχει ένα εγχειρίδιο πάνω στο οποίο να βασίζονται οι
όποιες απαιτήσεις μας; Κάθε τόπος κάνει επιμέρους υπολογισμούς, τους καταθέτει
στην κεντρική διοίκηση όταν υπάρχει δυνατότητα. Όλα αυτά όμως αποτελούν
τμήματα ενός συνόλου που δεν έχει ακόμα καταρτισθεί και δημοσιευθεί. Αυτό
αποτελεί δική μας ευθύνη, δική μας, ελληνική ατομική και συλλογική ευθύνη.
Μια ακόμα παρατήρηση γεννιέται από την προηγούμενη. Το παρελθόν είναι
τραυματικό και δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε, ακόμα και αν δικαιωθούμε.
Πώς ανακαλείται όμως το παρελθόν στη μνήμη μας; Πώς ανασυστήνεται το παρελθόν στη
μνήμη όσων δεν το έζησαν, στις μνήμες όσων δεν έχουν ζήσει πόλεμο, φτώχεια,
ολική καταστροφή; Μήπως θα έπρεπε τελικά να προσεγγίζουμε ριζικά διαφορετικά
τη σχέση μας με το παρελθόν αυτό και όχι όπως παραδοσιακά το κάναμε μέχρι τώρα;
Τι εννοώ με αυτά τα ερωτήματα, θα εξηγήσω ευθύς αμέσως. Η ετήσια
εκδήλωση μνήμης, όπως αυτή εδώ, είναι ένα θεσμοθετημένο γεγονός – και δικαίως,
επιτέλους, θεσμοθετήθηκε. Ωστόσο, δεν αρκεί. Μερικές φορές, έχω την εντύπωση ότι
περισσότερη είναι η έγνοια των μικρών μας κοινοτήτων για το ετήσιο πανηγύρι του
Αυγούστου παρά για την ενίσχυση της επαφής μας με την ιστορία και το παρελθόν!
Χρειάζεται ενασχόληση με περισσότερη επιμονή. Κάθε χωριό έχει την δική του,
ιδιαίτερη ιστορία να διηγηθεί, τα δικά του ίχνη μνήμης να αναδείξει. Κάθε χωριό
πρέπει να αποδεικνύει ότι δεν έχει ξεχάσει έχοντας αναδείξει σταθερά σημεία
μνήμης: για παράδειγμα, το Γρεβενίτι έχει να αναδείξει την παράδοση αντίστασης και
τη συνολική του αναγέννηση από τις στάχτες και την καταστροφή· οι Ασπράγγελοι
έχουν την καμένη εκκλησιά τους και το μοναστήρι τους· η Βοβούσα, τα δύο της
σχολεία· η Δόλιανη, το σχολείο, τις δύο της εκκλησίες κ.ο.κ. Τα επιμέρους αυτά
κέντρα μνήμης πρέπει να ενώνονται δημιουργώντας ένα ευρύ δίκτυο, έτσι ώστε ο
κάτοικος να αισθάνεται μέρος ενός όλου ολοκαυτώματος και ο επισκέπτης να μπορεί
να αντιληφθεί το συνολικό σχέδιο διάλυσης του Ζαγορίου που σχεδίασε και
εκπόνησε η γερμανική μεραρχία εντελβάις.
Φυσικά, εδώ πρέπει να τονίσουμε δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι η αναγνώριση των μαρτυρικών χωριών του Ζαγορίου και η
επέκτασή της, από τα 12 στα 15, πρέπει να ενταθεί και να ολοκληρωθεί. Είναι
ιστορικά ακατανόητο και ηθικά ανεπίτρεπτο να υπάρχουν χωριά δύο και τριών
«ταχυτήτων», λες και δεν υπέστησαν τη ναζιστική θηριωδία εξίσου.
Είναι λογικό να μην χαρακτηρίζεται «μαρτυρικό χωριό» ο Ανθρακίτης με τα 33
του σπίτια, την εκκλησία και το σχολείο του καμένα; Το Δεμάτι, με 46 σπίτια, τη
Χρυσάνθειο Σχολή καμένα και με ανθρώπινες ζωές χαμένες; Η Λάιστα, με 80 σπίτια
καμένα, 20 διαλυμένα και εκτελεσθέντες;
Αντιλαμβάνομαι ότι η πολιτεία θέτει κριτήρια – και καλώς τα θέτει. Ωστόσο, τα
κριτήρια αυτά δεν θα πρέπει να εμποδίζουν ολοκληρωτικά τις προσπάθειες για την
συμπερίληψη στον κατάλογο που αντικατοπτρίζει μια ιστορική πραγματικότητα γιατί
είναι σαν να αρνούμαστε, εμείς οι ίδιοι, την ιστορική πραγματικότητα αυτή καθαυτή!
Πολύ περισσότερο, είναι σαν να αποκλείουμε τις απαιτήσεις μας για τις πολεμικές
αποζημιώσεις στα «απολύτως απαραίτητα», κάτι που δίδει τη εντύπωση μιας
ηττοπάθειας, ενώ ακόμα ο αγώνας διεξάγεται.
Δεύτερον, πρέπει να αναδείξουμε τα ίχνη της τραυματικής μνήμης, έτσι ώστε
να είναι εμφανή στο χρόνο σε όλο τους το βάθος και σε όλους, κατοίκους,
επισκέπτες, τουρίστες. Ορισμένα εμβληματικά δημόσια μνημεία – και ιδίως ορισμένοι
καμένοι ναοί – δεν είναι σκόπιμο να αναστηλωθούν. Πρώτα από όλα, κάτι τέτοιο σε
πολλές περιπτώσεις θα σήμαινε να δημιουργηθούν εκ νέου, πράγμα που θα απέκοπτε
το νήμα με την ιστορική τους παρουσία έως το 1943. Τα μνημεία αυτά είναι πλέον
τοπόσημα της μνήμης, είναι η ενεργή απόδειξη της θηριωδίας του ανθρώπου
απέναντι στον άνθρωπο και είναι η εικόνα που πάγωσε μέσα στο χρόνο και
μεταφέρεται σε εμάς, σχεδόν έναν αιώνα μετά, αυτούσια και ολοζώντανη. Έχουν
ξεκινήσει πια μια άλλη ζωή: φέρουν τις παλιές τους λειτουργίες ως μαρτυρίες
ιστορικές αλλά και ως τεκμήρια νομικής ουσίας. Το μέγεθος της καταστροφής τους,
της ερήμωσης τους, είναι εμφανές σε όλους. Αρκεί να φανταστούμε τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης του β’ παγκοσμίου πολέμου διαλυμένα και ανακατασκευασμένα σε
ωραίες οικίες ή βιομηχανικά κτίρια· το ground zero των Δίδυμων Πύργων της 11ης
Σεπτεμβρίου με τα θεμέλια του ουρανοξύστη εκ νέου ορθωμένα…
Η προσέγγιση πρέπει να γίνει, για τα λίγα αυτά μνημεία, σε διαφορετική πλέον
βάση. Τα ερείπια του Αγίου Νικολάου των Ασπραγγέλων αναδείχθηκαν εδώ και
δεκαετίες από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ασπραγγέλων ενώ τα τελευταία χρόνια
συντηρήθηκαν χάριν στην ευαισθησία και τη χρηματοδότηση της περιφέρειας
Ηπείρου και προσωπικά του περιφερειάρχη Αλέξανδρου Καχριμάνη. Το ίδιο θα
μπορούσε να γίνει και με τα ερειπια του Αγίου Νικολάου στο γειτονικό Ελατοχώρι.
Άλλωστε, η ανάδειξη τέτοιου είδους μνημείων και ο καλαίσθητος υπομνηματισμός
τους θα διευκόλυνε τη δημιουργία ενός συνολικού δικτύου μνημείων του
πανζαγορισιακού ολοκαυτώματος.
Είναι πολλά εκείνα που μπορούν να γίνουν, στην κατεύθυνση μιας νέας
αντίληψης για τη διαχείριση της τραυματικής μνήμης. Εκπαιδευτικές δράσεις,
εκδοτικές δράσεις, προκηρύξεις επιστημονικών μελετών σχετικά με τα γεγονότα,
διαλέξεις, εκθέσεις, καταγραφή προφορικών μαρτυριών, εκμετάλλευση των
διαδικτυακών τεχνολογιών με τη δημιουργία συνδεδεμένων διαδικτυακών τόπων
(sites). Μάλιστα, όλο αυτό το δίκτυο των μαρτυρικών χωριών θα μπορούσε να
αναπαραχθεί διαδικτυακά! Όλοι είναι καλοδεχούμενοι, με έμφαση στην εμπλοκή των
νεότερων γενεών. Άλλωστε, σε αυτές θα καταλήξει η διαχείριση της μνήμης, όταν οι
μεγαλύτεροι που είχαν ζήσει άμεσα ή έμμεσα τα γεγονότα, έχουν αποδημήσει.
Ως προς τη διαχείριση του τραυματικού αυτού παρελθόντος θα ήθελα να
κλείσω με μια υπόμνηση συνεργασίας, η οποία δεν απευθύνεται πια προς τα μέσα,
αλλά προς τα έξω. Τα δικά μας χρόνια δεν είναι χρόνια πολέμου, αν και πολλές φορές
οι αντιθέσεις των κρατών και τα εκατέρωθεν εθνικά συμφέροντα καταλήγουν σε
έριδες και διενέξεις. Ο γερμανικός λαός γνωρίζει για το παρελθόν του σε ένα βαθμό
και έχει κάνει γενναία βήματα στην αποδοχή αυτού του παρελθόντος. Πιστεύω βαθιά
ότι και στην περίπτωση του Ζαγορίου, η περισσότερη ενημέρωση θα καταλήξει στην
περισσότερη συναδέλφωση και κατανόηση. Στο χέρι μας είναι να είμαστε
οργανωμένοι, συνεπείς απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα και ρεαλιστές ως
προς τις προσδοκίες μας. Πάνω όμως από όλα, στο χέρι μας είναι να αναζητήσουμε
δικαιοσύνη, για τους προγόνους και για τον τόπο μας.