MNHMH KAI XΡΕΟΣ
ENHMEΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΤΕΥΧΟΣ 31 AΠΡΙΛΙΟΣ 2001
Ιδιοκτησία: Εθνικό Συμβούλιο για τη Διεκδίκηση
των Γερμανικών Οφειλών προς την Ελλάδα.
Εκδότης: Πέτρος Κουλουφάκος
Γραφεία: Μενάνδρου 39, Αθήνα 104 37
ΕΣΕΙΣ ΤΙ ΛΕΤΕ κ.ΜΑΤΘΙΑ;
Οι επιστήμονες τον θέτουν ενώπιον της επιστημονικής ευθύνης του Σ 28 § 1 και 100 παρ. 1, Πολ Δ 3. — Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για τις δίκες των ολοκαυτωμάτων. |
Αν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου εκκρεμεί υπόθεση, στην οποία δημιουργείται αμφιβολία για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένων, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται προς άρση της αμφιβολίας ύστερ’ από παραπεμπτική απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί (52 § 1 του κώδικα για το ΑΕΔ).
Η μη υπαγωγή των αλλοδαπών κρατών στη διεθνή δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων, αποτελεί κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου, συνακόλουθα γενικά παραδεγμένο κανόνα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ (Σ 28 § 1).
Εξ άλλου κατά το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Ετεροδικία των Κρατών, που υπογράφτηκε στη Βασιλεία στις 16.5.1972, στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, ορίστηκε ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία του στο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους, σχετικά με την αστική του εθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε βάρος προσώπου ή περιουσίας, ανεξάρτητα από το αν η αδικοπραξία τελέστηκε από το συμβαλλόμενο κράτος jure imperii ή jure gestionis, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα στο έδαφος του κράτους του forum από δράστη παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά το χρόνο της τελέσεώς της.
Η OλομΑΠ 11/20001 δέχθηκε κατά πλειοψηφία (15 προς 4), ότι η προαναφερόμενη διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύσαντος εθιμικού δικαίου και ανταποκρίνεται ήδη σε γενικά παραδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου.
Αντιθέτως, η μειοψηφούσα γνώμη (4 προς 15) δέχθηκε ότι το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Ετεροδικία των Κρατών ούτε τότε (1972) ανταποκρινόταν ούτε σήμερα ανταποκρίνεται σε γενικώς παραδεγμένο (εθιμικό) κανόνα διεθνούς δικαίου.
Ενόψει αυτής της διχογνωμίας η υπόθεση παραπέμπεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Άρειος Πάγος (α΄τμήμα) 131/2001 [Δ. Λινός]
(Σύνθεση: Σ. Ματθίας, Α.Κατσίφας, Σ.Γκιάφης, Γ.Κάπος δικαστικοί παραστάτες: Σ.Δεληκωστόπουλος, Λ.Σινανιώτης, Σ.Παπαγιαννίδης).
- Δ 31,696 με την αγόρευση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Π. Δημόπουλου, την έκθεση του εισηγητή αρεοπαγίτη Ν. Γεωργίλη και παρατηρήσεις Κ. Μπέη (και σε γερμανική γλώσσα).
- Κατά το άρθρο 28 § 1 εδ. α΄ Σ. οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 100 § 1 περ. ς΄ Σ. στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται η άρση της αμφισβητήσεως για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένων κατά την § του άρθρου 28.
Ενόψει της τελευταίας αυτής διατάξεως, στο άρθρο 52 § 1 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976) ορίζεται ότι, αν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου εκκρεμεί υπόθεση, στην οποία δημιουργείται αμφιβολία για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένων, το Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται προς άρση της αμφιβολίας κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση αυτή, οπότε η εκδίκασή της αναβάλλεται υποχρεωτικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η 1122/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του αναιρεσείοντος γερμανικού Δημοσίου, έγιναν δεκτές οι από 5.9.1995 δύο αγωγές του αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίησή του λόγω ζημιών, που προξενήθηκαν σ’ αυτόν από πράξεις των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι, στις 29.8.1944, γερμανικά στρατεύματα κατοχής επέδραμαν στο Λιδωρίκι Φωκίδας και, ως αντίποινα επιθέσεως που είχαν υποστεί στις 5.8.1944 σε άλλη περιοχή της Φωκίδας από μαχητές της Εθνικής Αντιστάσεως, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν εκ θεμελίων όλα τα σπίτια του χωριού, καθώς και κινητά πράγματα, που ανήκαν σε άμαχους Έλληνες πολίτες, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσίβλητος ενάγων, του οποίου πυρπολήθηκαν δύο οικίες, αποθήκες, οικοσκευή και άλλα αντικείμενα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί κατά την αναφερόμενη αξία τους και να υποστεί ηθική βλάβη.
Το Εφετείο ερεύνησε τη δικαιοδοσία του αυτεπαγγέλτως και, εξαφανίζοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχαν απορριφθεί οι αγωγές λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, ως εκ του προνομίου ετεροδικίας, που απολαμβάνει το εναγόμενο γερμανικό Δημόσιο (3 §§ 2 και 4 ΚΠολΔ), έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, με την αιτιολογία ότι το αναιρεσείον δεν μπορούσε να επικαλεστεί το δικαίωμα της ετεροδικίας, το οποίο είχε έμμεσα αποποιηθεί, διότι οι πράξεις, για τις οποίες ενάγεται, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις κυριαρχικής εξουσίας, επειδή είχαν τελεστεί από όργανά του, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής κατοχής της Ελλάδος, κατά παράβαση κανόνων αναγκαστικού διεθνούς δικαίου και ειδικότερα του άρθρου 46 του Κανονισμού των νόμων και εθίμων του πολέμου, που είναι προσαρτημένος στη Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907.
Την ανωτέρω απόφαση προσβάλλει το αναιρεσείον, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως προς την κρίση της για την ύπαρξη δικαιοδοσίας του.
- Η ετεροδικία ή κυριαρχική ασυλία των αλλοδαπών κρατών, δηλαδή η μη υπαγωγή τους στη διεθνή δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων, αποτελεί κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου και κατά συνέπεια γενικά παραδεγμένο κανόνα του δημόσιου διεθνούς δικαίου, ο οποίος, σύμφωνα με την προπαρατιθέμενη διάταξη του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου, με αυξημένη τυπική ισχύ. Υπό τη σύγχρονη εκδοχή του ο θεσμός αποτελεί συνέπεια της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και ισότητας μεταξύ των κρατών, αποσκοπεί δε στην αποφυγή διαταραχής των διεθνών σχέσεων. Η ετεροδικία των αλλοδαπών κρατών, κατά την άποψη που επικρατεί στη διεθνή έννομη τάξη, καλύπτει τις πράξεις τους που συνιστούν άσκηση κυριαρχικής εξουσίας, όχι δε και εκείνες τις οποίες ενεργούν στα πλαίσια των ιδιωτικού δικαίου σχέσεών τους.
Όμως με το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Ετεροδικία των Κρατών, που υπογράφτηκε στη Βασιλεία στις 16.5.1972, στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, ορίστηκε ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία του στο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους, σχετικά με την αστική του ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε βάρος προσώπου ή περιουσίας (από πρόθεση ή αμέλεια, σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εμπρησμό κ.λπ.), ανεξάρτητα από το αν η αδικοπραξία τελέστηκε από το συμβαλλόμενο κράτος jure imperii ή jure gestio-nis, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα στο έδαφος του κράτους του forum από δράστη παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά το χρόνο της τελέσεώς της.
Η ολομέλεια του δικαστηρίου τούτου, με την 11/2000 απόφασή της, που εκδόθηκε επί παρεμφερούς υποθέσεως (των αξιώσεων για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας της ομαδικής σφαγής των αμάχων του Διστόμου στις 10.6.1944 από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα της δράσεως αντιστασιακών ομάδων), έκρινε ότι δεν υφίσταται διαμορφωμένο έθιμο, σύμφωνα με το οποίο η παραβίαση διεθνών κανόνων που συνιστούν jus cogens, αποτελεί σιωπηρή παραίτηση από την ασυλία του κράτους. Δέχθηκε όμως, κατά πλειοψηφία, την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της ουσίας, με την αιτιολογία ότι η ως άνω διάταξη της Συμβάσεως της Βασιλείας ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύσαντος εθιμικού δικαίου και ανταποκρίνεται ήδη σε γενικά παραδεγμένο κανόνα διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο υφίσταται εξαίρεση από την ετεροδικία για τα αδικήματα που τελέστηκαν στο έδαφος του κράτους του forum από δράστη ευρισκόμενο στο έδαφος αυτό, ως πράξεις κυριαρχίας του αλλοδαπού κράτους.
Η πλειοψηφούσα γνώμη επικαλείται ως επιχείρημα για την ύπαρξη γενικής πρακτικής των κρατών της διεθνούς κοινότητας, που γίνεται δεκτή ως δίκαιο, τις ανάλογες ρυθμίσεις που υπάρχουν στο άρθρο 12 του οριστικού Σχεδίου Συμβάσεως για τη “Δικαιοδοτική Ασυλία των Κρατών και της Περιουσίας τους”, που υποβλήθηκε προς ψήφιση στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. το 1991 από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών, αποτελούμενη από τους αντιπροσώπους 34 κρατών-μελών του, καθώς και στο άρθρο 2 § 2 περιπτ. e του Σχεδίου του ίδιου έτους (1991) του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου, επίσης δε εσωτερικούς νόμους αγγλοσαξωνικών κρατών και αποφάσεις δικαστηρίων των Η.Π.Α.
Η ίδια πλειοψηφούσα γνώμη δέχθηκε επίσης, ότι η ανωτέρω εξαίρεση από την ετεροδικία ισχύει για τις αξιώσεις αποζημιώσεως από αδικήματα (συνήθως από εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας), που πλήττουν όχι αναπόφευκτα, ως ανακλαστική συνέπεια του πολέμου, τον άμαχο πληθυσμό γενικά, αλλά άτομα περιορισμένου κύκλου και συγκεκριμένου τόπου που δεν έχουν σχέση με τις ένοπλες συρράξεις και δεν μετέχουν με οποιοδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Αντιθέτως, η μειοψηφούσα γνώμη δέχθηκε, ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Ετεροδικία των Κρατών εξαίρεση από την ετεροδικία, για αδικήματα, που τελέστηκαν στο έδαφος του κράτους του forum από δράστη ευρισκόμενο στο έδαφος αυτό ως πράξεις κυριαρχίας, ούτε τότε (1972) ανταποκρινόταν ούτε σήμερα ανταποκρίνεται σε γενικώς παραδεγμένο (εθιμικό) κανόνα διεθνούς δικαίου. Τούτο δε διότι, εκτός από οκτώ μόλις κράτη που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση αυτή, σε κανένα άλλο διεθνές συμβατικό κείμενο δεν προβλέπεται τέτοια εξαίρεση, το γεγονός δε ότι ορισμένα αγγλοσαξωνικά κράτη καθιέρωσαν κατόπιν, με εσωτερικό νόμο, τέτοια εξαίρεση στερείται σημασίας για τη συναγωγή διεθνούς εθίμου, αφού δεν πρόκειται για κείμενα της διεθνούς έννομης τάξης αλλά για εσωτερικό (εθνικό) δίκαιο. Για το λόγο αυτό και οι επικαλούμενες από την πλειοψηφία αποφάσεις δικαστηρίων των Η.Π.Α. δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη διεθνούς εθίμου, αφού οι αποφάσεις αυτές εφαρμόζουν εσωτερικό νόμο των Η.Π.Α. και όχι κανόνα διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, τα προαναφερόμενα Σχέδια της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνικών και του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου, το πρώτο από τα οποία άρχισε να καταρτίζεται από το έτος 1978, παραμένουν ακόμη και σήμερα απλά σχέδια και η ασυμφωνία, στην οποία οφείλεται η μη προώθησή τους ώστε να καταστούν δεσμευτικά κείμενα, επιβεβαιώνει ότι η ρύθμιση που προνοούν, ως προς την επίμαχη εξαίρεση, δεν αποτελεί γενικώς παραδεγμένο κανόνα του Διεθνούς Δικαίου, δηλαδή διεθνές έθιμο. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, στην κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ετεροδικία των Κρατών του 1972 εξαίρεση από τον κανόνα της κρατικής ασυλίας δεν περιλαμβάνονται αδικοπραξίες από ένοπλες εν γένει συγκρούσεις, στις οποίες εντάσσονται και οι ομαδικές σφαγές άμαχων πολιτών.
Ενόψει της ως άνω διχογνωμίας και της συνακόλουθης αμφιβολίας και αμφισβήτησης ενώπιον της οποίας βρίσκεται το τμήμα τούτο, είναι προφανές ότι στην προκειμένη υπόθεση ανακύπτει αμφιβολία και αμφισβήτηση για το χαρακτηρισμό κανόνα του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένου, η άρση της οποίας υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα αυτό, αναβαλλομένης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως.
Παρατηρήσεις
- Τον Ιανουάριο 2000, έξι μήνες προτού να συνέλθει η ολομέλεια του Αρείου Πάγου σε διάσκεψη για να κρίνει την αναιρετική αίτηση του γερμανικού Δημοσίου, αναφορικά με το ολοκαύτωμα του Διστόμου, που την είχε παραπέμψει η απόφαση 1357/1999 του α΄ τμήματος ΑΠ. η Δίκη είχε δημοσιεύσει τη μελέτη του συναδέλφου Χ. Τσιλιώτη με τίτλο “Η αδικοπρακτική ευθύνη του γερμανικού κράτους για εγκλήματα των στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα, το ζήτημα της ετεροδικίας του ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και το ΑΕΔ”, με την οποία εκείνος υποστήριζε ότι η ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα έπρεπε να παραπέμψει το ζήτημα στο ΑΕΔ1.
Καθώς συνομολογείται στη σχολιαζόμενη απόφαση, η πλειοψηφία των 15 αρεοπαγιτών είχε κρίνει — στους κόλπους της ολομέλειας — ότι το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1972, κατά το οποίο δεν ισχύει ετεροδικία για το εναγόμενο αλλοδαπό κράτος, όταν ενάγεται αναφορικά με αδικοπραξίες, που είχαν διαπράξει τα όργανά του στο έδαφος του δικαστηρίου, που ήδη δικάζει (forum), ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύσαντος εθιμικού δικαίου και ανταποκρίνεται ήδη σε γενικά παραδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, ενώ — αντιθέτως — η μειοψηφία των 4 είχει υποστηρίξει ότι το άρθρο 11 αυτής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Ετεροδικία των Κρατών ούτε τότε (1972) ανταποκρινόταν ούτε σήμερ’ ανταποκρίνεται σε γενικώς παραδεδεγμένο εθιμικό κανόνα διεθνούς δικαίου.
Η αφορμή λοιπόν (και μάλιστα, κατά τα προαναφερόμενα, διπλή), υπήρχε έκτοτε για την ολομέλεια, προκειμένου, αν θα το είχε κρίνει αναγκαίο, να είχε έκτοτε παραπέμψει το ζήτημα στο ΑΕΔ.
Οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ γνωρίζουν, ότι στους κόλπους της ολομέλειας είχε τότε αναπτυχθεί μεγάλη οξύτητα αντιπαραθέσεων, σε σημείο, ως μη όφειλε, η μειοψηφία των 4 να φθάσει να νομίσει ότι πλήττει την εγκυρότητα της κρίσης της πλειοψηφίας των 15, με το να γράψει στο κείμενο της απόφασης, ότι η αντίθετη θέση της πλειοψηφίας τάχα “αποτελεί νομικιστική εκ των υστέρων επινόηση”. Δεν έχουν θέση εδώ τα σχόλια που προκάλεσε αυτή η αδόκητη οξύτητα της μειοψηφίας, ούτε — πολύ περισσότερο — όσ’ ακούστηκαν για ενδεχόμενα κίνητρα που την προκάλεσαν. Οπωσδήποτε όμως έχει κοινολογηθεί ότι, ως έσχατη διέξοδος, είχε προταθεί τότε στους κόλπους της ολομέλειας να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ΑΕΔ, όμως η μεμονωμένη τούτη σκέψη δεν είχε βρει απήχηση ούτε καν στους άλλους δικαστές της μειοψηφίας.
Έτσι πολλά ερωτηματικά δηλητηρίασαν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όταν εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση.
- Οπωσδήποτε είναι άξιο απορίας, αφού το α’ τμήμα — για λόγους που εκείνο γνωρίζει — προτίμησε να παρακάμψει την επαναφορά του ζητήματος στην ολομέλεια, γιατί άραγε το ερώτημα που διατυπώθηκε και παραπέμφθηκε στο ΑΕΔ περιορίζεται στο χαρακτήρα του άρθρου 11 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διεθνή ασυλία των κρατών, ως παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου, και δεν επεκτάθηκε και στο παράπλευρο κρίσιμο ζήτημα, αν ο εθιμικός κανόνας της κατ’ αρχήν ασυλίας εναρμονίζεται ή όχι με το άρθρο 6 § 1 ευρΣΔΑ, που επίσης απολαύει της αυξημένης τυπικής ισχύος που ορίζει το άρθρο 28 § 1 Σ.
- Είναι πάντως αξιοπρόσεχτο το ότι η γερμανική θεωρία και νομολογία από κοινού συνομολογούν πως το άρθρο 11 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την ετεροδικία των κρατών του 1972 κωδικοποίησε προϋφιστάμενο εθιμικό δίκαιο (βλ. Geimer, Internationales Zivilprozeίrecht, 3η έκδ. 1997 αρ. 585 σελ. 183 στο κείμενο και στη σημ. 294, όπου και παραπομπές στη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων), ενώ στους κόλπους της ελληνικής νομολογίας επιδεικνύεται από μικρή μερίδα της ένα πείσμα για το αντίθετο, που έχει ανάγκη από πολύ προσπάθεια, καθώς αναζητεί κάποια εύλογη εξήγηση.
- Εξ ίσου απορίας άξιο είναι, γιατί και πώς η σχολιαζόμενη απόφαση δεν προβληματίστηκε, αν και είχε τούτο εγκαίρως επισημανθεί, ότι το άρθρο 11 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διεθνή ασυλία των κρατών, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση πως τάχα δεν πρόλαβε — στα τριάντα χρόνια ισχύος της — να δημιουργήσει ευρωπαϊκό εθιμικό δίκαιο, πάντως ανέτρεψε την κοινή συνείδηση δικαίου (opinio juris), που είναι απαραίτητη για την εξακολούθηση ισχύος ενός εθιμικού κανόνα δικαίου.
- Τα δημοσιεύματα που επακολούθησαν στον ημερήσιο τύπο, μετά την έκδοση της σχολιαζόμενης απόφασης, φαίνεται πως κατέστησαν αναπόφευκτη την καταχώριση στην Καθημερινή της Κυριακής της 25 Φεβρουαρίου ε.ε. κάποιων εξηγήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού των Δικαστηρίων, ενός δηλαδή νομοθετήματος, που ισχύει από το 1988 (ν. 1756). Αλλά και πάλιν οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ απόρησαν, γιατί δεν έγινε αναφορά και στο άρθρο 5 ν. 2172/1993, στο σαφή και γνωστό νομοθετικό στόχο αυτού του νόμου, καθώς και στο σχέδιο διάταξης που — πριν από λίγους μήνες — φέρεται ότι εκκρεμούσε στο υπουργείο Δικαιοσύνης, αναφορικά με τις κρίσιμες ρυθμίσεις που είχε προσθέσει αυτός ο νόμος στις §§ 1, 2 και 4 του άρθρου 23.
Κώστας Ε. Μπέης
- Δ. 31, 23 επ.
Στις 25 τρέχοντος μηνός, δόθηκε συνέντευξη Τύπου του Εθνικού Συμβουλίου για τις Οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη θλιβερή κατοχή της πατρίδας μας από τους Γερμανούς ναζιστές, στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδας(Σίνα 16). Με συντονιστή τον Δημ. Παπαχρήστο, μίλησαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Μαν. Γλέζος, που αναφέρθηκε στις ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις της Γερμανίας προς τη χώρα μας και τον τρόπο που δημιουργήθηκαν αυτές, ο Γραμματέας του Συμβουλίου Ευάγ. Μαχαίρας που ανέπτυξε τα δημιουργηθέντα νομικά προβλήματα στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από ΄Ελληνες ιδιώτες, τη στάση Ματθία, το Ειδικό Δικαστήριο κ.λπ. και ο αντιπρόσωπος του Συμβουλίου στον Δ.Ο.Μ. Χαραλ. Ρούπας για τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται από το ΄Ιδρυμα Μνήμη–Ευθύνη–Μέλλον, μέσω του παραπάνω Οργανισμού, στους Ομήρους-καταναγκαστικά εργασθέντες από τα γερμανικά στρατεύματα στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, όπου με τελευταία πληροφόρηση αποζημιώσεις καταβάλλονται και στην κατηγορία που περιλαμβάνει καταναγκαστικά εργασθέντες Τσιγγάνους—Μάρτυρες του Ιεχωβά–Ομοφυλόφιλους και Ανάπηρους (τυφλούς κ.λπ.) όπως επίσης εργασθέντες και στην Ελβετία. Τέλος τόνισε ότι η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, για αποζημιώσεις, προς τον Δ.Ο.Μ. λήγει στις 11 Αυγούστου του 2001.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ Ε.Τ.1 ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Στις 18 Απριλίου αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου, από τους Ευάγ. Μαχαίρα(Γραμματέα του Εθν. Συμβ.)–Θανάση Παπαδόπουλο(Δήμαρχο Καλαβρύτων)–Μίνα Κώγου-Μαυροειδή– Βάσω Σταματίου (θύμα καταναγκαστικής εργασίας) και τον Δανιήλ Εσδρά (διευθυντή του Δ.Ο.Μ. Ελλάδας), πήρε μέρος σε συζήτηση που έγινε στην Ε.Τ.1, στην εκπομπή ΥΜΕΙΣ & ΗΜΕΙΣ της Βίκης Φλέσσα, για τις αποζημιώσεις που θα καταβληθούν στους ομήρους και γενικά στους κρατουμένους των γερμανικών στρατοπέδων που υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία.
΄Οπως είναι γνωστό, οι δικαιούχοι πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση στον Δ.Ο.Μ. μέχρι τις 11 Αυγούστου 2001, αλλά οι νομαρχίες δεν τους έχουν ειδοποιήσει, παρά τα αλλεπάλληλα διαβήματα του Συμβουλίου. Με την ευκαιρία οι εκπρόσωποί μας αναφέρθηκαν στο σύνολο των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα (το περίφημο “Δάνειο”, την αξία των λεηλασιών και καταστροφών που προξένησαν στην ελληνική οικονομία και τις ιδιωτικές απαιτήσεις για τα εγκλήματα που διέπραξαν τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού), στην απόφαση 11/2000 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που δέχτηκε ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια είναι αρμόδια να δικάσουν τις σχετικές αγωγές, και την υπ’ αριθ. 131/2001 απόφαση του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε το θέμα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Η απόφαση αυτή είναι έργο του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στ. Ματθία, ο οποίος είχε μειοψηφήσει στην απόφαση της Ολομέλειας και επιδιώκει την ανατροπή της. Η επιμονή του όμως αυτή τον έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα και οφείλει να ζητήσει την εξαίρεσή του από το Α.Ε.Δ., αλλιώς θα την ζητήσουν οι διάδικοι.
Συνάντηση αντιπροσωπείας του Εθνικού Συμβουλίου με την πρόεδρο του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) της Γερμανίας στις 30/4/2001 στην Αθήνα.
Αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου, αποτελούμενη από τον Γραμματέα του ΕΣ Ευάγγελο Μαχαίρα και το μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του ΕΣ Δαμιανό Βασιλειάδη, συναντήθηκε με την Πρόεδρο του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού της Γερμανίας κυρία Gab. Zimmer και το μέλος της Πολιτικής Γραμματείας κύριο Christian Schwanenholz. Το θέμα της συνάντησης αφορούσε τις γερμανικές επανορθώσεις και όλο το πλέγμα των προβλημάτων που σχετίζονται με το θέμα αυτό καθώς και οι τρόποι και τα μέσα συμπαράστασης του Κόμματος στο δίκαιο από κάθε πλευρά αγώνα του Εθνικού Συμβουλίου να δοθεί μέσω μιας ικανοποιητικής λύσης, τέλος σε μια αδικία, που ταλανίζει και θα επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις…..
Από μέρος της αντιπροσωπείας έγινε διεξοδική ενημέρωση για όλο το εύρος του προβλήματος και ζητήθηκε, η έμπρακτη συμπαράσταση του Κόμματος στις προσπάθειες του Εθνικού Συμβουλίου για όλα τα προβλήματα.
Τονίστηκε ιδιαίτερα η ηθική διάσταση του προβλήματος και οι προτάσεις για τη λύση του.
Η πρόεδρος του PDS δήλωσε ότι γνωρίζει το πρόβλημα και εξέφρασε την αλληλεγγύη της αναγνωρίζοντας συγχρόνως και τις αντικειμενικές δυσκολίες ενός μικρού κόμματος να στηρίξει τα δίκαια αιτήματα του Ε.Σ.
Έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο πρόβλημα των αγωγών των Ελλήνων πολιτών που έχουν προτεραιότητα και δυνατότητα μιας πιο ρεαλιστικής αντιμετώπισης.
Από την αντιπροσωπεία ζητήθηκε επιπλέον να βοηθήσει το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Περί των υποθέσεων των Γερμανικών αποζημιώσεων
Μετά την ανακίνηση του θέματος των Γερμανικών αποζημιώσεων, κατά το 1995, ο Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, συγκρότησε δεκαμελή ειδική Επιτροπή υπό την προεδρεία μου, η οποία ανέλαβε συλλογικά τη διεκπεραίωση όλων των σχετικών υποθέσεων του Νομού Χανίων. Ορίστηκε δε ότι ολόκληρη η σχετική δαπάνη θα αναληφθεί από το δικηγορικό Σύλλογο, με την επιφύλαξη της εισπράξεως ενός ποσοστού 5% επί του τελικώς εισπραχθησομένου ποσού από τους δικαιούχους.
Ακολούθως, η Επιτροπή, ύστερα και από επισκέψεις σε διάφορους τόπους του Νομού Χανίων με τα περισσότερα θύματα των Γερμανικών εγκληματων πολέμου, συγκέντρωσε περισσότερες από έξι χιλιάδες αιτήσεις αποζημιώσεως των θυμάτων, τις οποίες κατένειμε σε διάφορες κατηγορίες (εκτελέσεις, άλλες θανατώσεις, τραυματισμοί, φυλακίσεις, ομηρίες, εμπρησμοί, επιτάξεις, κλοπές, υλικές ζημίες). Στη συνέχεια, ασκήθηκαν αντίστοιχες ομάδες αγωγών στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων, στο οποίο οι περισσότερες από αυτές εκκρεμούν, αφενός μεν λόγω των δικονομικών προβλημάτων που παρουσίασε η υπόθεση εξαιτίας της αρνήσεως του Γερμανικού Δημοσίου να παραλάβει τα σχετικά δικόγραφα, αφετέρου δε λόγω της κακής τροπής αρχικώς της υποθέσεως και της απορρίψεως των πρώτων αγωγών. Κατά των απορριπτικών αυτών αποφάσεων έχουν ασκηθεί σχετικές εφέσεις, που εκκρεμούν στο Εφετείο Κρήτης.
Κατά το προηγούμενο έτος, ύστερα από μια περίοδο αναμονής, μετά τη θετική εξέλιξη του θέματος και τις ευνοϊκές αποφάσεις πολλών δικαστηρίων και του Αρείου Πάγου τελικά, ανασυγκροτήθηκε η Επιτροπή του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων για την προώθηση του όλου θέματος, μέχρις ότου προέκυψε η νέα εμπλοκή και παραπέμφθηκε το ζήτημα στο Ανώτατο Ειδικό δικαστήριο. Εν αναμονή της τελικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, ο Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων παραμένει έτοιμος για κάθε περαιτέρω ενέργεια.
Χανιά 23 Απριλίου 2001
Στρατής Παπαμανουσάκης
π.πρόεδρος Δικ. Συλλ. Χανίων