Το γκλοπ που ξέχασαν τα SS σε ένα σπίτι στο Παγκράτι. Η ιστορία διώξεων και βασανισμού μιας ομάδας τραπεζικών που τόλμησαν να γιορτάσουν την 28η Οκτωβρίου…
του Μενέλαου Χαραλαμπίδη *
 Στις 28 Οκτωβρίου 1943 οργανωμένοι στο ΕΑΜ υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, πήραν την απόφαση να γιορτάσουν παράνομα την επέτειο στο κατάστημα της τράπεζας στην οδό Πανεπιστημίου. Στις 11 το πρωί έκλεισαν οι πόρτες του κτιρίου και ο πρόεδρος του συλλόγου των εργαζομένων, σ’ ένα πολιτικό μνημόσυνο, διάβασε τα ονόματα των συναδέλφων του τραπεζικών που σκοτώθηκαν στο αλβανικό μέτωπο. Πριν ολοκληρώσει την ανάγνωση, Γερμανοί εισήλθαν στο κτίριο και άρχισαν να πυροβολούν. Αμέσως μπλόκαραν όλες τις εξόδους και άρχισαν να αναζητούν μέλη του ΕΑΜ, βάσει ονομαστικού καταλόγου που τους είχε παραχωρηθεί άγνωστο από ποιον. Από τα πυρά τραυματίστηκαν έξι άτομα τα οποία μεταφέρθηκαν με συνοδεία Γερμανών στην κλινική Σμπαρούνη και τον Ευαγγελισμό. Ακολούθησαν 18 ολόκληρες ώρες αγωνίας για τα περίπου 1.500 άτομα, προσωπικό και κοινό, που είχαν μπλοκαριστεί στην κεντρική αίθουσα της τράπεζας, μέχρι να ολοκληρώσουν οι άνδρες των Ες-Ες τις ανακρίσεις προς εντοπισμό των αντιστασιακών.
Ανάμεσα στους εγκλωβισμένους ήταν το ζεύγος Νίκος και Σοφία Μαυράκη, υπάλληλοι της τράπεζας και οργανωμένοι στο ΕΑΜ. Κάποια στιγμή οι Γερμανοί άφησαν τις γυναίκες να φύγουν. Μαζί τους έφυγε και η Σοφία. Ο Νίκος εντοπίστηκε και οδηγήθηκε μαζί με άλλα 20 άτομα προς ανάκριση-βασανισμό στα κρατητήρια των Ες-Ες της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι. Η Σοφία αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι του θείου της Μενέλαου Περσίδη στην οδό Ερατοσθένους 16 στο Παγκράτι.
Την περίοδο αυτή είχε φτάσει στην Αθήνα ο νέος διοικητής των Ες-Ες Βάλτερ Σίμανα. Θέλοντας να δείξει από νωρίς μηδενική ανοχή απέναντι στους «αναρχικούς», όπως αποκαλούσαν τους αντιστασιακούς του ΕΑΜ, διέταξε ένα πραγματικό ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των οργανωτών της αντιστασιακής ενέργειας στην Τράπεζα της Ελλάδος. Μέχρι την ημέρα της δίκης, οι άνδρες των Ες-Ες συνέλαβαν άλλα περίπου 40 άτομα. Η δίκη έγινε σαν σήμερα, στις 29 Δεκεμβρίου του 1943, ενώπιον του Γερμανικού Στρατοδικείου που είχε την έδρα του στο κτίριο του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στην πλατεία Καρύτση.
 Πραγματοποιώντας έρευνες σε σπίτια της Αθήνας, οι άνδρες της Αστυνομίας Ασφαλείας των Ες-Ες (Sicherheitspolizei-SiPo) βρέθηκαν να βροντοχτυπούν την εξώπορτα του σπιτιού στην οδό Ερατοσθένους 16. Ο Μενέλαος Περσίδης άνοιξε την πόρτα και αυτοί εισήλθαν βιαστικά στο σπίτι. Παρά τις σωστές πληροφορίες τους, οι άνδρες των Ες-Ες δεν βρήκαν αυτό που έψαχναν. Η Σοφία είχε φύγει από το σπίτι λίγες ημέρες πριν. Τελικά κατάφεραν να την εντοπίσουν και να την πιάσουν λίγες μέρες αργότερα. Η Σοφία και ο Νίκος Μαυράκης καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια καταναγκαστικά έργα, βασανίστηκαν σκληρά για εβδομάδες, χωρίς να μαρτυρήσουν κανένα από τους συναγωνιστές τους και τελικά οδηγήθηκαν στις φυλακές Στάιν στην Αυστρία. Μετά από πραγματικά αδιανόητες περιπέτειες – ο Νίκος επέζησε ομαδικής εκτέλεσης – κατάφεραν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Η ανταμοιβή του ελληνικού κράτους για την αντιστασιακή τους δράση, ήταν η αποστολή του Νίκου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου .
 Όταν οι άνδρες των Ες-Ες έφυγαν από το σπίτι του Μενέλαου Περσίδη, ξέχασαν πίσω τους ένα γκλοπ. Μετά από περίπου σαράντα χρόνια το γκλοπ βρέθηκε από το σπίτι του παππού μου, στο σπίτι μας.
Όταν ήμασταν μικροί, εγώ και αδελφός μου παίζαμε με αυτό. Δεν ξέραμε την ιστορία του.
Δεν ξέραμε τι χέρια το είχαν κρατήσει. Δεν ξέραμε πόσοι άνθρωποι είχαν υποφέρει από αυτό.
Το γκλοπ αυτό είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος.
Είναι ένα ίχνος μνήμης που μου θυμίζει την σπουδαία ιστορία του θείου Νίκου και της θείας Σοφίας.
Δύο ανθρώπων, που μαζί με χιλιάδες άλλους συναγωνιστές τους, έκαναν την επιλογή να παίξουν το κεφάλι τους κορώνα-γράμματα για να αντισταθούν στο φασισμό.
Στις φωτογραφίες ο Νίκος και η Σοφία Μαυράκη το 1945, μετά την επιστροφή τους από την Αυστρία και το γκλοπ, που συνεχίζει να μας αφηγείται αυτή την ιστορία 76 χρόνια μετά.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι ιστορικός και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά και έχει διοργανώσει, ως ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, δύο συνέδρια για τη δεκαετία του 1940 και για την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής.
Ασχολείται επίσης με την τοπική και προφορική ιστορία και την ιστορία της Αθήνας