Φυσικά, οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα φρόντισαν επανειλημμένα να υποστηρίξουν ότι οι χρηματοδότες δεν παρενέβησαν στο περιεχόμενο. Ομως, θα ήταν και παράλογο να υποθέσουμε ότι οι συγκεκριμένοι φορείς θα χρηματοδοτούσαν ένα πρόγραμμα που θα στρεφόταν ενάντια στις πολιτικές και κυρίως στις ταξικές τους προτεραιότητες.
Οπως θα ήταν εξίσου παράλογο να θεωρήσουμε ότι βασικό κριτήριο χρηματοδότησης του γερμανικού υπ. Εξωτερικών είναι η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Νίκος Αποστολόπουλος, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και συμμέτοχος στο πρόγραμμα, επισήμανε το μεγάλο ενδιαφέρον του γερμανικού υπ. Εξωτερικών για την προώθηση του προγράμματος στα ελληνικά σχολεία.
Τέλος είναι τουλάχιστον εξοργιστικό οι ποικίλου είδους ταγοί της προφορικής και της δημόσιας ιστορίας, που συχνά παρακάμπτουν κάθε μέχρι τώρα ιστορική επεξεργασία ή ιστορική μαρτυρία των πρωταγωνιστών της εποχής ως υποκειμενική και επομένως αντιεπιστημονική, να κάνουν το παγόνι για τη χρηματοδότησή τους. Πόσο μάλλον, αφού η καπιταλιστική Γερμανία έχει εντάξει εδώ και χρόνια την αναθεώρηση της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις προτεραιότητες βελτίωσης της εικόνας της και προώθησης της εξωτερικής της πολιτικής.
Ερχόμαστε τώρα στη μέθοδο αναθεώρησης.
Διαχρονικά οι διάφοροι αναθεωρητές εχθρεύονται όπως ο διάολος το λιβάνι τα ιστορικά τεκμήρια και ντοκουμέντα, μιας και αυτά δεν προσαρμόζονται εξίσου εύκολα στις θελήσεις και τις προτεραιότητές τους. Ως συνέπεια, ο Χάρης Αθανασιάδης, μετέχων στο πρόγραμμα και διευθυντής του μεταπτυχιακού Δημόσιας Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, μας πληροφορεί ότι τα ιστορικά ντοκουμέντα δεν έχουν ζωντάνια και δεν μπορούν να έλξουν τους μαθητές στη μελέτη της Ιστορίας. Οπότε, πρέπει να καταφύγουμε στις προσωπικές μαρτυρίες, έτσι ώστε να ανοίξουμε νέους δρόμους στον μαθητή, ο οποίος πρόσκαιρα ταυτίζεται με τον κάθε ιστορικό μάρτυρα.
Τι σημαίνει αυτό στην περίπτωσή μας; Πολύ απλά ότι οι μαθητές καλούνται να προσεγγίσουν την Ιστορία της Κατοχής μέσα από τις αναμνήσεις ανθρώπων άνω των 80, συχνά και των 90 χρόνων, οι οποίοι καλούνται 70 ή και παραπάνω χρόνια αργότερα από τα ιστορικά γεγονότα να μας τα περιγράψουν.
Μάλιστα, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τότε παιδιά ή έφηβοι, η ανάμνησή τους δεν συνιστά μια πιστή μεταφορά της τότε εμπειρίας τους, αλλά αναγκαστικά την ανασυγκροτεί στη βάση της μετέπειτα εμπειρίας, της πολιτικής τους τοποθέτησης και της γενικότερης στάσης τους.
Επιπρόσθετα, είναι αμφίβολο αν οι μάρτυρες της εποχής, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι δεν επιδιώκουν συνειδητά να διαστρεβλώσουν πλευρές της ιστορικής τους πείρας (αναβαθμίζοντας ή υποτιμώντας το ρόλο τους στα γεγονότα, εξωραΐζοντας ή παραλείποντας πλευρές κ.λπ.), είναι σε θέση να γνωρίζουν πώς τα επιμέρους γεγονότα εντάσσονται στην ιστορική αλληλουχία της εποχής τους. Ετσι κι αλλιώς, αν και οι προσωπικές μαρτυρίες φωτίζουν πλευρές ενός ιστορικού φαινομένου, αδυνατούν να προχωρήσουν και στην απαραίτητη επιστημονική αφαίρεση που θα φανερώσει την ουσία του.
Μήπως όλα αυτά είναι λίγο επικίνδυνα για την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας;
Ο Χ. Αθανασιάδης αναγνωρίζει φαινομενικά την προβληματικότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος, όταν αποδέχεται ότι οι μνήμες διαμεσολαβούνται, ότι η υποκειμενικότητα είναι η μήτρα της μνήμης και η αποσπασματικότητα εγγενές στοιχείο της.
Ομως έχει και έτοιμη τη λύση!Ο ιστορικός, μας λέει, θα καθαρίσει τη μνήμη, όπως ο αρχαιολόγος καθαρίζει προσεκτικά τα ευρήματά του. Ως συνέπεια, στο πλαίσιο μιας «σύγχρονης και δημοκρατικής διδακτικής», ο ιστορικός, απαλλαγμένος από το βάρος άλλων ιστορικών τεκμηρίων, διαλέγει κατά βούληση κομμάτια των μαρτυριών. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, ο ιστορικός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να διαλέγει όσα κομμάτια των μαρτυριών ταιριάζουν με τη δική του αφήγηση. Δηλαδή δεν είναι ιστορικός.
Ετσι κι αλλιώς, δεν μιλάμε γενικά για μαρτυρίες. Το πρόγραμμα περιφρονεί συστηματικά όλες εκείνες τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων που καταγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Εμμένει μόνο στις μαρτυρίες που συλλέχθηκαν τώρα και κατευθύνθηκαν από τους εμπνευστές του σε συγκεκριμένα μονοπάτια. Γι’ αυτό και οι εμπνευστές του προγράμματος αποκλείουν όχι μόνο παλιότερες μαρτυρίες, αλλά και σύγχρονες, που θα συλλεχθούν από άλλους. Οπως μας πληροφόρησε ο Ν. Αποστολόπουλος, το πρόγραμμα δεν είναι ανοικτό, αφού η ένταξη της οποιασδήποτε νέας μαρτυρίας θα απαιτούσε εκ νέου «επιμέλεια» των «ιστορικών».
Επιπλέον, οι μάρτυρες είναι προσεκτικά επιλεγμένοι, προκειμένου «να αναδεικνύουν τις διαφορετικές όψεις ενός θέματος», όπως μας ενημερώνει η Αρχοντία Μαντζαρίδου, μετέχουσα στο πρόγραμμα. Αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει για μια σφαγή να αναδειχθεί και η μαρτυρία των σφαγέων, τότε περιλαμβάνεται και αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Αγγελος Παληκίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θράκης και μετέχων στο πρόγραμμα.
Σε κάθε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν ο ιστορικός επιχειρήσει να σταθμίσει την αξιοπιστία των μαρτύρων με κριτήριο άλλα ιστορικά τεκμήρια, το ρόλο των μαρτύρων στα ιστορικά γεγονότα κ.λπ. μετατρέπεται σε κατηχητή. Και ο κ. Παληκίδης δεν δέχεται κατηχητές, ούτε αριστερούς, ούτε δεξιούς, ούτε εθνικούς… Μόνο χρηματοδοτήσεις από υπουργεία και ινστιτούτα.Είναι όμως απαραίτητη η παράθεση της άποψης του σφαγέα για την ιστορική έρευνα;
Βεβαίως, μας απαντά ο Αγγ. Παληκίδης, διότι αυτό θα επιτρέψει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης του μαθητή. Και το σημαντικότερο, προσθέτει η Ζέτα Παπανδρέου, επίσης μετέχουσα στο πρόγραμμα, είναι ότι ο μαθητής μέσα από αυτή τη διαδικασία θα κατορθώσει να δομήσει την ιστορική γνώση από μόνος του.
Με λίγα λόγια, η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης δεν συνδέεται με τη χρησιμοποίηση μιας επιστημολογίας, στην προκειμένη περίπτωση με μια επιστημονική μέθοδο μελέτης της Ιστορίας, αλλά με την άγνοιά της. Ακόμα, ο μαθητής καλείται να δομήσει ιστορική γνώση όχι μαθαίνοντας τα ιστορικά γεγονότα, αλλά αδιαφορώντας για αυτά και ξεκινώντας από τη συναισθηματική κινητοποίηση των μαρτυριών, αφού πρώτα βέβαια αποκαθαρθούν από τους ιεροεξεταστές ιστορικούς. Πολύ περισσότερο, η ιστορική γνώση του κάθε μαθητή, παραβλέποντας τα προηγούμενα πορίσματα της επιστήμης, εκκινεί κάθε φορά από το μηδέν και συνεπώς μπορεί – και πρέπει σύμφωνα με τους εμπνευστές του προγράμματος – να οδηγηθεί όπου θέλει.
Θα ήταν χρήσιμο να φανταστεί κάποιος πώς θα καταγραφόταν ιστορικά η πρόσφατη εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής, αν ξεκινούσε από μαρτυρίες στελεχών της και θυμάτων ή πολιτικών της αντιπάλων.
Το πρόβλημα δεν αφορά στη χρησιμοποίηση των προφορικών μαρτυριών, ακόμα και αυτής του σφαγέα, αλλά στη μη ισορροπημένη ένταξη των προφορικών μαρτυριών σε μια μεθοδολογία επιστημονικής μελέτης της Ιστορίας. Από μόνη της ούτε μια μαρτυρία, όπως και το οποιοδήποτε αρχείο, δεν συγκροτεί Ιστορία. Η έναρξη της ιστορικής έρευνας από τις προφορικές μαρτυρίες είναι αντιεπιστημονική, όπως η (για άλλους λόγους απαραίτητη) μαρτυρία του σφαγέα, που παρουσιάζεται ισότιμα με αυτή του θύματος, γίνεται επικίνδυνη.
Πραγματικό μαρτύριο για την επιστήμη της Ιστορίας. Πραγματικός μεσαίωνας…
Μήπως όμως ακόμα και η εμμονή στη μεθοδολογία μελέτης της Ιστορίας είναι κάπως υπερβολική; Μήπως, δηλαδή, ακόμα και χρησιμοποιώντας διαφορετικά επιστημονικά εργαλεία, εναλλακτικά ή ακόμα και ανορθόδοξα, μπορούμε να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον του μαθητή και να φτάσουμε από άλλο δρόμο στην ιστορική αλήθεια; Μήπως όσοι κάνουν κριτική σε αυτήν τη μέθοδο παραμένουν στο έδαφος ανούσιων βυζαντινισμών;
«Πείτε μας συγκεκριμένα προβλήματα στα εκπαιδευτικά σενάρια», μας καλούν οι μετέχοντες στο πρόγραμμα και «μην κάνετε γενική θεωρητική κριτική».
Καταρχήν οφείλουμε να πούμε ότι η χρησιμοποίηση μιας λαθεμένης μεθοδολογίας από μόνη της είναι προβληματική και επικίνδυνη, ακόμα και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διαστρεβλώνει πλήρως την ιστορική αλήθεια.
Πόσο μάλλον, αφού είναι γνωστές οι καταστροφικές συνέπειες του κονστρουκτιβισμού στην παιδαγωγική και αφού όλα τα προηγούμενα χρόνια οι αναθεωρητές της Ιστορίας ξεκινούσαν πάντα από μικρά μεθοδολογικά ατοπήματα και ασήμαντες ιστορικές στρεβλώσεις και «γλωσσικά ατοπήματα» ή ακόμα και από την προβολή σωστών επιχειρημάτων, προτού μας ανακοινώσουν τις μεγάλες τους και καταστρεπτικές «αλήθειες».
Φυσικά, τα προηγούμενα δεν τα λέμε για να αποφύγουμε τα συγκεκριμένα παραδείγματα. Αυτά είναι πολλά και θα επιλέξουμε λόγω χώρου μόνο κάποια, που υποδηλώνουν και την πρόθεση αναθεώρησης, δηλαδή στρέβλωσης της Ιστορίας.
Για παράδειγμα, στο διδακτικό σενάριο για τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης και Καταναγκαστικής Εργασίας αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«…αποφεύγεται η αναφορά σε ρεαλιστικά οδυνηρές εμπειρίες των αφηγητών μας και δεν επενδύουμε στη φρίκη για να διδάξουμε τραυματικά και δύσκολα θέματα».
Ξαφνικά, λοιπόν, η εμπειρία των αφηγητών και το συναίσθημα των παιδιών παύουν να αποτελούν τη βασιλική οδό προς την ιστορική αλήθεια και η ρεαλιστική αναφορά στις οδυνηρές εμπειρίες αποκρύπτεται και πολύ περισσότερο αποδοκιμάζεται ως διδακτική της φρίκης. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η δήθεν δημοκρατική μέθοδος της δόμησης της ιστορικής γνώσης από τους ίδιους τους μαθητές είναι μόνο το πρόσχημα για την αναθεώρηση της Ιστορίας από τον ιστορικό που επιλέγει τι είναι αρκετά φρικιαστικό και τι όχι, ενώ οι μάρτυρες δεν ανασυγκροτούν μια ιστορία από τα κάτω, όπως ισχυρίζονται οι διάφοροι οπαδοί της προφορικής ιστορίας, αλλά αξιοποιούνται εργαλειακά σε αυτήν τη διαδικασία στρέβλωσης.
Επειτα από τα προηγούμενα γίνεται αντιληπτό πόσο υποκριτική είναι η υποτιθέμενη ευαισθησία της σύγχρονης διδακτικής στις ιστορίες, στα κίνητρα και τις δράσεις των απλών ανθρώπων. Διαβάζουμε στο εκπαιδευτικό σενάριο του Χ. Αθανασιάδη και της Αρχ. Μαντζαρίδου αναφορικά με την Αντίσταση:
«Ακούγοντας τους δυο αφηγητές μας, δεν μαθαίνουμε βέβαια πότε, πώς, από ποιους ιδρύθηκαν οι αντιστασιακές οργανώσεις που έμελλε να πρωταγωνιστήσουν, όπως το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ και ο ΕΛΑΣ (αλλά και ο ΕΔΕΣ, η ΕΚΚΑ και οι άλλες μικρότερες). Βλέπουμε όμως μερικούς από τους δρόμους μέσα από τους οποίους συναντήθηκαν με την Αντίσταση οι πολλοί, καθημερινοί άνθρωποι, αυτοί που δεν είχαν ήδη πολιτικές ή ηρωικές προδιαθέσεις, αυτοί ακόμη που η ζωή τους οριζόταν από σκληρές, ανελαστικές κοινωνικές δομές, όπως συνέβαινε πριν από τον πόλεμο με τις γυναίκες και τις μειονότητες».
Οι ατομικές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται λοιπόν για να συσκοτίσουν την κοινωνική ιστορία, μιας και εστιάζοντας στην κατακερματισμένη οπτική του κάθε μάρτυρα, η κοινωνία κατανοείται ως άθροισμα ατόμων, η ιστορική έρευνα κατανοεί κάθε ατομική πράξη αποκομμένη από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γεννάται και το οποίο τελικά την καθορίζει και ανάλογα ο μαθητής απομακρύνεται από τη βαθύτερη κατανόηση της ιστορικής περιόδου και στην προκειμένη περίπτωση από τα πραγματικά κοινωνικά αίτια του μαζικού αντιστασιακού κινήματος.
Πολύ περισσότερο, χωρίζοντας τα άτομα ανάμεσα σε όσα είχαν ήδη «πολιτικές και ηρωικές προδιαθέσεις» και όσα όχι, απαλλασσόμαστε και από εκείνες τις δυσάρεστες – πολιτικά και ταξικά – μαρτυρίες, που μπορεί και να εμβαθύνουν περισσότερο στα ιστορικά γεγονότα.
Ως συνέπεια, ο φασισμός – ναζισμός, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ΕΑΜική Αντίσταση κ.λπ. σταματούν να μελετούνται ως κοινωνικά φαινόμενα, ενταγμένα στον ιστορικό χώρο και χρόνο, και καταλήγουν να ερμηνεύονται στο πλαίσιο εξατομικευμένων συμπεριφορών και σχεδόν διαπροσωπικών σχέσεων.
Φυσικά, μετά από όλα αυτά τα ολισθήματα, φαντάζει λογική η θέση του Ν. Αποστολόπουλου ότι:
«Το πνεύμα του αρχείου δεν είναι ποιος είναι ο αρχηγός και ποιος ο υπόδουλος».
Οχι βέβαια. Αυτό είναι μάλλον δευτερεύον για Μνήμες Κατοχής κατά τους εμπνευστές του προγράμματος.
Και φυσικά τα παραπάνω ακολουθούνται και από ατόφιες διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας. Για παράδειγμα, στο διδακτικό σενάριο της Ιωάννας Δεκάτρη για τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης και Καταναγκαστικής Εργασίας γίνεται αναφορά στην εκτέλεση των 200 αγωνιστών που βρίσκονταν κρατούμενοι στο Μπλόκο 15 στο Χαϊδάρι. Μόνο που η γερμανική διαταγή (αυτό το βαρετό ιστορικό ντοκουμέντο) δεν πρόσταζε την εκτέλεση 200 αγωνιστών, αλλά 200 κομμουνιστών, ως αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ.
Στο τέλος, οι εμπνευστές του προγράμματος μας ανακοινώνουν ότι άλλα πράγματα θα διδαχτούν στην Ελλάδα οι μαθητές και άλλα στη Γερμανία, καθώς το περιεχόμενο της διδασκαλίας έπρεπε να προσαρμοστεί στα αντίστοιχα εκπαιδευτικά προγράμματα και με αυτή την έννοια κάθε γερμανικό εκπαιδευτικό σενάριο δεν είναι μια απλή μετάφραση του ελληνικού και το αντίστροφο.
Και έπειτα από αυτό, οι εισηγητές του προγράμματος έχουν το θράσος να ισχυρίζονται ότι σκοπός τους είναι να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα κοινό μέλλον των δύο λαών.
Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό, όταν οι μαθητές στις δύο χώρες μαθαίνουν δύο διαφορετικές ιστορικές αλήθειες από το ίδιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα; Πώς είναι δυνατόν να κατανοήσουν τον φασισμό και τον ναζισμό όταν αυτός αποσπάται από τις μεσοπολεμικές προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ιταλία και στη Γερμανία αντίστοιχα;
Πώς είναι εφικτό να κατανοήσουν οι μαθητές τον πόλεμο και τις φρικαλεότητες όταν ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αποσπάται από τους ανταγωνισμούς των εθνικών αστικών τάξεων και κατά προέκταση των καπιταλιστικών κρατών για τη διανομή αγορών και σφαιρών επιρροής; Πώς οι μαθητές μπορούν να καταλήξουν σε ιστορικά διδάγματα όταν δεν μαθαίνουν ποιοι και γιατί πολέμησαν την τριπλή φασιστική κατοχή;
Με αυτή την έννοια, η σημαντικότερη διαστρέβλωση της Ιστορίας προκύπτει από όσα δεν λένε οι εισηγητές του προγράμματος. Υποβιβάζοντας τη μελέτη της Ιστορίας σε μεταφυσικές αναζητήσεις αναφορικά με τη σχέση του ανθρώπου προς την εξουσία και ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα, δίνοντας έμφαση στις προσωπικές επιθυμίες και στα προσωπικά κίνητρα, επιδιώκουν να σβήσουν τις αιματοβαμμένες μνήμες του λαού μας, για να προωθήσουν όχι γενικά και αόριστα την αλληλοκατανόηση και τη φιλία των λαών, αλλά τις σημερινές προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα και στη Γερμανία.
Η καπιταλιστική Ελλάδα και η καπιταλιστική Γερμανία είναι αυτές που θέλουν να αποσιωπήσουν τις φρικαλεότητες του παρελθόντος για να οικοδομήσουν ένα κοινό μέλλον στα όρια των κοινών συμφερόντων των δύο αστικών τάξεων. Μέσα σε αυτά τα όρια, η καπιταλιστική Γερμανία δεν έχει πρόβλημα να αποδεχθεί και ορισμένα εγκλήματα των ναζί, αρκεί αυτά να μη συνδέονται με την καπιταλιστική εξουσία. Στα ίδια όρια, η καπιταλιστική Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα να αναφερθεί στην ΕΑΜική Αντίσταση, αρκεί να την αποσυνδέσει από κάθε αμφισβήτηση της καπιταλιστικής εξουσίας στην προπολεμική, πολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα.
Μήπως όμως στις ενστάσεις μας βαραίνουν οι χρόνιες προκαταλήψεις ή έστω και ένας υφέρπων εθνικισμός, που μας εμποδίζει να αποτιμήσουμε ψύχραιμα την ιστορική πραγματικότητα, όπως ρητά ή άρρητα υποστηρίζουν κατά καιρούς οι οπαδοί της δημόσιας ιστορίας;
Σαφώς, όχι. Ο εθνικισμός παράγεται και αναπαράγεται ακριβώς όταν για τις φρικαλεότητες του ιμπεριαλιστικού πολέμου δεν τοποθετείται στο εδώλιο της Ιστορίας ο ίδιος ο καπιταλισμός. Οταν οι φρικαλεότητες του πολέμου παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα ατομικών ή και εθνικών συμπεριφορών, γιατί στη συνέχεια ο μαθητής να μην υποθέσει ότι το γερμανικό έθνος χαρακτηρίζεται εγγενώς από βάρβαρες συμπεριφορές;
Εξάλλου, αν πάλι αύριο χωρίσουν τα συμφέροντα των αστικών τάξεων, θα βρεθούν και πάλι οι αντίστοιχοι μισθωμένοι ιστορικοί που θα αναδείξουν τις διαφορές και τις φρικαλεότητες και πάλι σε απόσπαση από την ιστορική αλήθεια και από την κατανόηση των βαθύτερων αιτιών των ιστορικών γεγονότων. Με αυτή την έννοια, τόσο οι κοσμοπολίτες όσο και οι εθνικιστές ιστορικοί τα ίδια ταξικά συμφέροντα υπηρετούν, απλά σε διαφορετικές περιόδους και καταστάσεις.
Αντίθετα, όσοι πάλεψαν στην πρώτη γραμμή εναντίον της τριπλής φασιστικής κατοχής και όσοι στη συνέχεια επέμειναν στην ανάδειξη των φρικαλεοτήτων της δεν θέλησαν να αποδώσουν ευθύνη στο σύνολο του γερμανικού λαού. Οπως και τα εκατομμύρια όσων σε αυτή τη χώρα φώναξαν το σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», ποτέ δεν θεώρησαν συνένοχο για τις ιμπεριαλιστικές σφαγές τον κάθε Αμερικανό, τον κάθε Τζορτζ Φλόιντ, τον κάθε εργάτη ή οποιονδήποτε βιώνει εξίσου την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Οπως και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που διαδήλωσαν σε όλη την Ευρώπη ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, δεν ταυτίστηκαν με τις κυβερνήσεις τους.
Διαβάζοντας κανείς τα απομνημονεύματα ΕΑΜιτών αντιστασιακών (που οι ιστορικοί του προγράμματος τα θεωρούν υποκειμενικά), θα δει ότι χρησιμοποιούν και τους όρους «οι φασίστες» ή «οι ναζήδες», ο οποίος και διαχωρίζει τη γερμανική καπιταλιστική εξουσία από τον γερμανικό λαό. Οπως και τα όσα αναφέρουν για τους συνεργάτες των αρχών Κατοχής, διαχωρίζουν όσους Ελληνες τις υπηρέτησαν από όσους τις πολέμησαν.
Κανένα στερεότυπο λοιπόν ενάντια στον γερμανικό λαό. Ετσι κι αλλιώς, αγαπούσαν πολύ τους Γερμανούς, τους άλλους Γερμανούς, αυτούς που στάθηκαν ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και το φασιστικό τέρας. Αγαπούσαν τον Μαρξ και τον Ενγκελς, την Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ, τον Μπρεχτ και τον Βάιλ, τον Τέλμαν και τον Αϊνστάιν, τον Βέρνερ Ιλμερ και τους συντρόφους του στην Αντιφασιστική Οργάνωση των Γερμανών στην Πελοπόννησο, τον Λεωνίδα και τον σκύλο του τον Μπίλο στην Καλαμάτα, που απέτρεψαν τη μαζική εκτέλεση αντιστασιακών και πέρασαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ, όσους φρόντισαν να στήσουν το άγαλμα του Νίκου Μπελογιάννη στη φοιτητική εστία του Ανατολικού Βερολίνου, σε χρόνια που κάθε αναφορά του στην Ελλάδα σήμαινε διώξεις.
Αυτούς τους Γερμανούς, όχι όλοι οι Ελληνες, αλλά σίγουρα οι εργάτες και οι φτωχές λαϊκές μάζες τους θεωρούσαν πάντα συντρόφους στα βάσανα και στους αγώνες. Τα έργα αυτών των άλλων Γερμανών μεταφράστηκαν και μεταφράζονται στην Ελλάδα, τα θεατρικά τους δεν σταμάτησαν να παίζονται, η δράση τους έγινε τραγούδι και θρύλος για το εργατικό – λαϊκό κίνημα, δείχνοντας τον πραγματικό δρόμο μέσα από τον οποίο περνά η συμφιλίωση των λαών. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία που μοιράζει κρίσεις και φτώχεια, που ευθύνεται για τον φασισμό και τον πόλεμο, που χωρίζει τους λαούς όταν αυτό επιτάσσουν τα καπιταλιστικά συμφέροντα, που προβαίνει σε φρικαλεότητες για να τα υπηρετήσει.
Οπως υποστήριζε ο Μπρεχτ, δεν μπορείς να μιλήσεις για τον φασισμό, αν δεν μιλήσεις για τον καπιταλισμό, δεν μπορείς να αποτρέψεις τις φρικαλεότητές του, αν δεν ανατρέψεις την καπιταλιστική εξουσία. Στον κόσμο της καπιταλιστικής εξουσίας και των ιμπεριαλιστικών πολέμων η εργατική τάξη και ο φτωχός λαός ήταν, είναι και θα είναι πάντα οι «ξένοι», το φθηνό εργατικό δυναμικό της ειρήνης και το «κρέας» στα κανόνια του πολέμου. Το κοινό μέλλον των λαών στην καπιταλιστική εξουσία θα είναι πάντα εφιαλτικό. Το πραγματικό κοινό μέλλον για τους λαούς είναι άρρηκτα δεμένο με την επικράτηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.
Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
πηγη rizospastis.gr/