ανάρτηση από Εφημερίδα των Συντακτών / Νησίδες
Rastrellare στα ιταλικά σημαίνει χτένισμα, εκκαθάριση. Για μια τέτοια επιχείρηση εκκαθάρισης (rastrellamento), που πήρε και το κωδικό όνομα «Operazioni K», ξεκίνησαν, στις 3 Δεκεμβρίου 1942, από τις βάσεις εκκίνησής τους, διάφορες ενισχυμένες φάλαγγες που έφεραν τα ονόματα των διοικητών τους (Brancaccio, Valentino, Crocella, Piras και Bottini). Οι φάλαγγες ανήκουν σε τρεις διαφορετικές μεραρχίες που έχουν σκοπό να περικυκλώσουν την Ευρυτανία από Βορρά (Modena), από βορειοανατολικά (Pinerolo) και από δυτικά-νοτιοδυτικά (Casale).
Ο κρότος της ανατίναξης του Γοργοπόταμου είναι τόσο ηχηρός που αναγκάζει την Ανώτατη Διοίκηση του Regio Esercito να λάβει δραστικά μέτρα. Οι πληροφορίες μιλούν για ομάδες ανταρτών που αλωνίζουν στην περιοχή και μάλιστα για ομάδες που έδρασαν στον Γοργοπόταμο. Ετσι η παραδειγματική εξόντωσή τους κρίνεται επιτακτική.
Τη διεύθυνση της επιχείρησης αναλαμβάνει από το Αγρίνιο ο στρατηγός Mario Maggiani της Casale, έξαλλου η Αιτωλοακαρνανία, μεγάλα κομμάτια της Ευρυτανίας, της Φωκίδας, ώς και η Αράχοβα αποτελούν την «επικράτειά» του.
Στο άρθρο αυτό θα παρακολουθήσουμε την πορεία και ιδίως τη δράση της φάλαγγας Bottini, που δυναμικά εξορμά από τη μεγάλη βάση της Casale στον Αγιο Βλάσιο Τριχωνίδας.
O συνταγματάρχης Armando Bottini είναι ο διοικητής του 12ου Συντάγματος. Τη φάλαγγα που φέρει το όνομά του αποτελούν δύο ισχυρά τμήματα. Το πρώτο είναι το ΙΙ/12 τάγμα ενισχυμένο με διμοιρία όλμων των 81mm και μια «ομάδα» 2 πυροβόλων των 47/32.
Το δεύτερο, υπό τη διοίκηση του 1o Seniore [1] Consonni, αποτελείται από 2 λόχους του ΧΧΧVI τάγματος Μελανοχιτώνων, 2 λόχους του Ι/11 τάγματος, διμοιρία πολυβόλων και διμοιρία όλμων των 81mm. Συνολική δύναμη όλης της φάλαγγας, 45 αξιωματικοί και 970 οπλίτες με 274 υποζύγια.
Η διαδρομή που θα ακολουθήσουν έχει ως εξής: Αγιος Βλάσιος-Επισκοπή-Κεράσοβο και στις 5 Δεκεμβρίου πλησιάζοντας 2 χλμ. έξω από τη Χρύσω θα πάρουν την πρώτη γεύση από το αντάρτικο ντουφέκι. Ο καπετάν Ερμής (Βασίλης Πριόβολος) του Αρχηγείου Ευρυτανίας, με περιπετειώδη τρόπο και με μόνο 28 αντάρτες, θα ξεφύγει από τον ιταλικό κλοιό και θα πιάσει πρώτος τα στενά της Σουίλας, στην είσοδο του χωριού.
Ετσι όταν οι προφυλακές της φάλαγγας πλησιάσουν, δέχονται έναν καταιγισμό πυρών και υποχωρούν αφήνοντας πίσω τους 2 νεκρούς και 11 τραυματίες. Στις 6 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί θα παραμείνουν έξω από τη Χρύσω και θα εκτελέσουν 2 ομήρους και 5 συλληφθέντες αντάρτες. Τελικά, στις 7 Δεκεμβρίου, με χίλιες προφυλάξεις, θα εισέλθουν στο ερημωμένο χωριό και θα το πυρπολήσουν.
Στις 8 Δεκεμβρίου η φάλαγγα θα συνεχίσει την πορεία της και θα φτάσει στο Μύρισι. Την επομένη στην Παραμερίτα και στις 10 Δεκεμβρίου θα μπει στα ερημωμένα Αγραφα που θα παραδοθούν και αυτά στις φλόγες.
Μία μέρα μετά θα επιστρέψει στη Χρύσω, από εκεί μέσω Βίνιανης στις 13 Δεκεμβρίου, στις 4 το απόγευμα, θα μπει στο Καρπενήσι για ανασυγκρότηση και ξεκούραση.
Την ημέρα που η Χρύσω πυρπολούνταν, μια άλλη φάλαγγα (γύρω στους 200 αντάρτες) με επικεφαλής της τον Αρη και τον νεοφερμένο από την Αθήνα Λευτεριά (Βαγγέλη Παπαδάκη) έμπαινε στην παλαιά Γιαννιτσού Φθιώτιδας. Την αποτελούσαν, σε ένα σώμα, αυτά που σύντομα θα ονομάζονταν Αρχηγεία Φθιώτιδας και Παρνασσίδας.
Στην είσοδο του χωριού, με τον καπετάνιο τους Νάκο Μπελή να στρίβει φιλάρεσκα τα τσιγκελωτά του μουστάκια, θα τους υποδεχτούν εντυπωσιακά οι αντάρτες του Αρχηγείου Δομοκού (περίπου 130), παραταγμένοι σε διπλή σειρά, ντυμένοι σχεδόν ομοιόμορφα φορώντας αντί για δίκοχο μαύρα γούνινα καλπάκια, λάφυρα από τους «Λεγεωνάριους του Πριγκιπάτου» [2] , που με μεγάλη επιτυχία εξόντωσαν.
Η ατμόσφαιρα είναι πανηγυρική. Πριν από τρεις μήνες, όταν ο Αρης «κατηφόρισε» προς την Γκιόνα είχε μια ντουζίνα μόνο αντάρτες, ενώ ο Μπελής δεν είχε ούτε δέκα.
Η ικανοποίηση είναι διάχυτη και οι μπαρουτοκαπνισμένοι νικητές του Γοργοπόταμου μαζί με τους ενθουσιώδεις Δομοκίτες θα ξεκινήσουν, την επομένη, για την Ευρυτανία.
Η πορεία τους είναι: Νέα Γιαννιτσού-Τσούκα-Σπερχειός-Φτέρη-Γαρδίκι Ομιλαίων. Στη διάρκειά της ο αριθμός τους διαρκώς αυξάνει από νέες κατατάξεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτήν του παπά Κώστα Τζεβελέκα από την Κολοκυθιά, του ηρωικού Παπακουμπούρα.
Στο Γαρδίκι, στις 14 Δεκεμβρίου, θα γίνει η γενική συνέλευση σχεδόν 400 ανταρτών. Θα εκλεγεί 5μελές αρχηγείο, ένα 15μελές συντονιστικό όργανο και θα αποφασιστεί η καταδίωξη της ομάδας των λιποτακτών Γκέκα-Βάρδα καθώς και η «περιοδεία» των ανταρτών στην Ηπειρο για να συναντήσουν τον Ζέρβα.
Η πορεία θα συνεχιστεί προς Πουγκάκια (πτώση από το άλογο και αιμόπτυση του Αρη)-Κρίκελλο (απότιση φόρου τιμής στον δάσκαλο Σαξώνη) και στις 17 θα στρατοπεδεύσουν στο Μικρό Χωριό.
Το σκεπασμένο από πυκνή ομίχλη κρύο πρωινό της 18ης Δεκεμβρίου θα βρει τη Φάλαγγα Consonni [3] , στις 8 ακριβώς, να εξορμά προς την κατεύθυνση του Προυσού για να «χτενίσει», σύμφωνα με τον προγραμματισμό της επιχείρησης, και τη συγκεκριμένη περιοχή.
Από την άλλη μεριά το αντάρτικο τμήμα απολάμβανε, ύστερα από ένα χορταστικό πρωινό, κάποιες σπάνιες στιγμές ξεκούρασης οι οποίες όμως ανακόπηκαν βίαια καθώς ο λαχανιασμένος σύνδεσμος Κουτσογιέννης ήρθε από το Μεγάλο Χωριό φέρνοντας τα νέα. Τα καραούλια εντόπισαν μεγάλη ιταλική φάλαγγα να πλησιάζει στον Γαύρο. Επικράτησε αναστάτωση. Σε μια εσπευσμένη σύσκεψη του Αρη με τον Λευτεριά και τον Μπελή, αποφασίστηκε να χτυπηθεί ο εχθρός. Οι άμαχοι άρχισαν να ανηφορίζουν προς τη Χελιδόνα, ενώ οι αντάρτες έτρεξαν να πιάσουν θέσεις.
Δύο ομάδες [4] της Παρνασσίδας και δύο του Δομοκού πήραν θέση στα υψώματα πίσω από το πέτρινο γεφύρι που ζεύει τον Ξηριά, τον χείμαρρο που κυλάει μέσα στη ρεματιά παράλληλα με τον χωματόδρομο που ενώνει το Μικρό με το Μεγάλο Χωριό (βλέπε σχεδιάγραμμα της μάχης). Διοικητής της διάταξης -ποιος άλλος;- ο έμπιστος και αποτελεσματικός Νικηφόρος (Δημήτριος Ν. Δημητρίου) που με μια ομάδα της Παρνασσίδας «έπιασε» την αριστερή όχθη του χειμάρρου.
Η αυτοαποκαλούμενη 6η Δομοκίτικη Ομάδα του καπεταν Οθρυ (Γιώργος Δουατζής) ταμπουρώθηκε ακόμα πιο αριστερά, δίπλα στον Νικηφόρo, στην ξεροπλαγιά που οι ντόπιοι ονομάζουν Τσίρη.
Στη δεξιά όχθη και λίγο πιο ψηλά τη θέση κατέλαβε η άλλη ομάδα της Παρνασσίδας, με επικεφαλής τους Λάμπρο-Πελοπίδα. Τέλος, ακόμη πιο δεξιά τάχθηκε η άλλη ομάδα του Δομοκού με τον επίσης Νικηφόρο (δάσκαλο Ν. Καρκάνη). Σχηματίστηκε έτσι ένα πέταλο το οποίο αποσκοπούσε να εγκλωβίσει μέσα στη ρεματιά όσο περισσότερους επιτιθέμενους. Ο Αρης κράτησε την κύρια δύναμη, σαν εφεδρεία, ώστε να δώσει, την κατάλληλη στιγμή, το αποφασιστικό χτύπημα.
Οι μαχητές ταμπουρώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν και με το δάχτυλο στη σκανδάλη ατένιζαν νευρικά απέναντι στο Μεγάλο Χωριό.
Πράγματι στις 11.45 η ιταλική φάλαγγα εμφανίστηκε να εισέρχεται στο Μεγάλο Χωριό, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της μπήκε στη ρεματιά με κατεύθυνση το Μικρό Χωριό.
Ηταν ολόκληρο το ΙΙ/12 που με εμπροσθοφυλακή τον 6ο Λόχο όλο και πλησίαζε το γεφύρι, με τον λοχαγό του Werther Marvelli να βρίσκεται μπροστά και ταυτόχρονα στο στόχαστρο της αραβίδας του Νικηφόρου. Βάδιζε, στην ανηφόρα, χωρίς καμία προφύλαξη, ούτε ένας ανιχνευτής μπροστά του και κάθε τόσο σταματούσε να πάρει ανάσα.
Και ενώ όλα φαίνονταν να πηγαίνουν κατά τα προβλεπόμενα, ανεξήγητα ο Marvelli έστριψε στα αριστερά τον λόχο του και άρχισε να ανηφορίζει ένα μονοπάτι που οδηγούσε στα πρώτα σπίτια στην ανατολική πλευρά του χωριού. Ο Νικηφόρος ξαφνιασμένος ζύγισε την κατάσταση και προκειμένου να χάσει τελείως τους Ιταλούς από το οπτικό του πεδίο έριξε τον πρώτο πυροβολισμό γκρεμίζοντας τον προπορευόμενο Marvelli. Αμέσως ξέσπασε μια κόλαση πυρός καθηλώνοντας το προπορευόμενο τμήμα που απεγνωσμένα έψαχνε τρόπους να καλυφθεί. Εδώ είναι που οι Ιταλοί είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Χάος επικράτησε για κάνα δεκάλεπτο.
Το ΙΙ/12 όμως ήταν ένα εμπειροπόλεμο τάγμα που σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται. Τα πολυβόλα και κυρίως οι όλμοι άρχισαν να στήνονται δημιουργώντας μια βάση πυρός και οι υπόλοιποι λόχοι ανασυντάχθηκαν και κινήθηκαν αργά αλλά σταθερά προς τις αντάρτικες θέσεις. Και ενώ τα πυρά των αμυνομένων άρχισαν να αραιώνουν, λόγω της πάγιας έλλειψης πυρομαχικών, τα ιταλικά πύκνωσαν και, το χειρότερο, στον χορό μπήκαν και τα πυρά των βαρέων όλμων από το Μεγάλο Χωριό. Για περίπου καμιά ώρα συνεχίστηκε η ανταλλαγή πυρών. Το βάρος της επίθεσης σήκωσαν κυρίως οι δύο ομάδες, του Νικηφόρου και του Οθρυ.
Στις 12.45 η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ένας λόχος του ΧΧΧVI από αριστερά και ένας του Ι/11 από τα δεξιά κινήθηκαν με σκοπό να υπερφαλαγγίσουν την αντάρτικη διάταξη.
Ο Αρης στάθμισε την κατάσταση και σήμανε [5] την απαγκίστρωση όλων των τμημάτων. Η υποχώρηση έγινε συντεταγμένα και σταδιακά. Οι μόνοι που παρέμειναν στις θέσεις τους ήταν ο Νικηφόρος και τρεις νεαροί Δομικίτες που βρίσκονταν ταμπουρωμένοι στα αριστερά του. Δεν αντιλήφθηκαν τα σαλπίσματα καθώς βρίσκονταν δίπλα από ένα βουερό ρέμα, δεχόμενοι καταιγιστικά πυρά.
Τελικά, με κινηματογραφικό τρόπο ενώθηκαν και αυτοί [6] με τους συντρόφους τους, αφήνοντας όμως πίσω τους νεκρό τον μικρότερο (17 χρόνων) από τους τρεις Κώστα Μπίρτσα (Κλέαρχο), από το Περίβλεπτο Φθιώτιδας. To σύνθημα-παρασύνθημα «Κλέαρχος-Μικρό Χωριό» θα ακούγεται, σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, στις σκοπιές των ανταρτών της Ρούμελης.
Στις 14.45 και με χίλιες προφυλάξεις οι Ιταλοί μπήκαν στο Μικρό Χωριό. Συνέλαβαν ομήρους και φυσικά πυρπόλησαν το χωριό.
Στον απολογισμό που έγινε οι αντάρτες μετρούν έναν νεκρό και τέσσερις ελαφρά τραυματίες. Οι Ιταλοί από τη μεριά τους έχουν 10 νεκρούς και 30 τραυματίες. Μεταξύ των τραυματιών ο λοχαγός Marvelli και ο υπολοχαγός Berti [7], o τελευταίος θα υποκύψει στα τραύματά του 9 ημέρες αργότερα.
Την επομένη η αντάρτικη δύναμη βρισκόταν μακριά ανενόχλητη στα Φιδάκια, συνεχίζοντας την πορεία της προς την Ηπειρο, ενώ οι Ιταλοί μουδιασμένοι συνέχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τον Προυσό. Θα επιστρέψουν όμως δριμύτεροι στις 24 Δεκεμβρίου και θα ξεσπάσουν στους ομήρους εκτελώντας τους ([8] .
Η μάχη στο Μικρό Χωριό αποτελεί την πρώτη σύγκρουση αντάρτικου τμήματος με υπερδιπλάσια εχθρική δύναμη εφοδιασμένη με βαρέα όπλα, σε ανοιχτό πεδίο μάχης. Οι αντάρτες δεν υποχωρούν στη θέα οργανωμένου στρατού. Τον αντιμετωπίζουν σαν ίσος προς ίσο. Τον καθηλώνουν, του προκαλούν απώλειες και υποχωρούν συντεταγμένα όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο. Μετά τη μάχη η φήμη του ΕΛΑΣ εκτοξεύεται και εθελοντές κατατάσσονται μαζικά, ενώ οι Ιταλοί συνειδητοποιούν έντρομοι ότι στα βουνά της κατεχόμενης Ελλάδας τον πρώτο λόγο έχει πλέον ο αντάρτικος στρατός.
Επεξηγήσεις
[1] Βαθμός των Μελανοχιτώνων αντίστοιχος του αντισυνταγματάρχη.
[2] Βλαχόφωνοι αυτονομιστές που συνεργάζονταν με τις ιταλικές δυνάμεις.
[3] Ο Botinni, στις 14 Δεκεμβρίου, θα κληθεί επειγόντως στην Αθήνα οπότε και ολόκληρη η φάλαγγα θα αποκαλείται πλέον Φάλαγγα Consonni.
[4] Δυνάμεως 15 ανδρών η κάθε μία.
[5] Το σήμα της υποχώρησης δόθηκε με τις σάλπιγγες να σημαίνουν παραπειστικά το «προχωρείτε», όπως είχε συμφωνηθεί.
[6] Ο Νικηφόρος κάνα δυο ώρες αργότερα και οι δύο Δομοκίτες (Ατρόμητος και Λέοντας) τα μεσάνυχτα.
[7] Αυτός είναι ο μόνος αξιωματικός που τελικά σκοτώθηκε στη μάχη. Ο Marvelli ανάρρωσε και επέστρεψε στη μονάδα τον Μάρτιο του 1943. Εν κατακλείδι δεν υπήρξε νεκρός αντισυνταγματάρχης, όπως δεν υπήρξε ποτέ και ιταλικό σύνταγμα Καρπενησίου.
[8] 13 όμηροι από το Μικρό και το Μεγάλο Χωριό. Οι δύο (ο ιερέας Δημ. Βαστάκης και ο ενωμοτάρχης Χαρ. Κατσίμπας) κάηκαν αφού τους εγκλώβισαν σε σπίτι που του έβαλαν φωτιά. Οι υπόλοιποι 11 θα εκτελεστούν στη θέση Λόγγοβες.
Βιβλιογραφία
1. Δημήτριος Ν. Δημητρίου: Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης.
2. Πάνος Λαγδάς: Αρης Βελουχιώτης: ο πρώτος του αγώνα.
3. Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Εκδόσεις Αναγέννηση.
4. Archivo Ufficio Storico. Stato Maggiore Esercito.
Diario Storico Divisione Casale, Bimestre Novembre-Decembre 1942.
Diario Storico 12 RGT, Bimestre Novembre-Decembre 1942.
Diario Storico XXXVI Btg CC.NN Ciclisti, Trimestre Ottobre-Novembre-Decembre 1942.
5. Pier Paolo Battistelli Piero Crociani: Le Camicie Nere 1935-1945.