Ως μαρτυρικά χωρία και πόλεις ορίζονται στην Ελλάδα, χωριά ή πόλεις τα οποία υπέστησαν καταστροφές από ξένους εισβολείς σε περίοδο πολεμικών συγκρούσεων. Τα μαρτυρικά χωριά στην Ελλάδα είναι 95. Ένας αριθμός πάρα πολύ μεγάλος για τον πληθυσμό της Ελλάδος εκείνης της εποχής. Ένα από τα 95 χωριά είναι και ένα μικρό χωριουδάκι που βρίσκεται στο Πήλιο και ονομάζεται Δράκεια. Εκεί πριν 76 χρόνια συντελέστηκε ένα ακόμα έγκλημα εναντίων ντόπιου άμαχου πληθυσμού από τους Ναζί. Το τραγικό στην όλη ιστορία είναι πως η σφαγή αυτή έγινε πέντε μέρες μετά το Ολοκαύτωμα στα Καλάβρυτα.

Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της καταστροφής από την αρχή. Όλα ξεκίνησαν την 17η Δεκεμβρίου του 1943 όταν μια ομάδα ανταρτών του Θωμά Καψάλη κοντά στην περιοχή του χωριού με την ονομασία Αλικόπετρα άνοιξε πυρ σε μια ομάδα μοτοσικλετιστών των κατοχικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο Γερμανοί και να τραυματιστεί ακόμη ένας ο οποίος κατάφερε και διέφυγε φθάνοντας στο χωριό της Πορταριάς όπου ανέφερε το γεγονός στη γερμανική ομάδα της περιοχής. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι Γερμανοί έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους και ξεκίνησαν για τη Δράκεια φθάνοντας στο χωριό από αφύλακτα περάσματα και μονοπάτια χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Ένας αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής μας εξιστορεί τα παρακάτω: «παραμονή του Αγίου Μοδέστου, 17 Δεκεμβρίου 1943, από το πρωί ακούγαμε εις τη θέση Αλυκόπετρα και τον αμαξιτό δρόμο πολλούς πυροβολισμούς χωρίς να μάθουμε και για ποιον λόγο γίνονταν οι πυροβολισμοί αυτοί.

Όσους από τους υπευθύνους των οργανώσεων ρωτούσαμε, μας έλεγαν ότι οι Γερμανοί που βρίσκονταν στα Χάνια και το Πλιασίδι, έκαναν γυμνάσια. Η μέρα πέρασε χωρίς να μάθουμε τίποτα περισσότερο. Το κοινοτικό καφενείο στην πλατεία το είχα εγώ με τον αδελφό μου. Επί πλέον είχα και το τσαγκάρικο στο οποίο δούλευα. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα ήρθε στο τσαγκάρικο ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Νικόλαος Μιλιόρδος να πάρει τα παπούτσια του.

Πριν φύγει από το μαγαζί τον ρώτησα να μου πει τι έμαθε για τους πυροβολισμούς, που συνεχίζονταν ακόμη, μου είπε ότι οι Γερμανοί έκαναν γυμνάσια και ο πρόεδρος έφυγε. Κατά τις 5 μου παράγγειλε ο αδελφός μου από το καφενείο να κλείσω το τσαγκάρικο και να πάω στο καφενείο γιατί αυτόν τον είχαν ορίσει σκοπό στον Άθωνα.

Έκλεισα το τσαγκάρικο και πήγα στο καφενείο. Ήταν μόνο δύο πελάτες. Είχα κλείσει τα ρολά του καφενείου, ετοιμαζόμουνα να κλειδώσω τις πόρτες και να φύγω για το σπίτι, αφού δεν είχαμε κόσμο και έκανε τσουχτερό κρύο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το καφενείο, αν είχα προλάβει λίγο νωρίτερα ίσως δεν θα γινόταν το “μακελειό”, και μπήκε μέσα ένας Γερμανός με το αυτόματο και με ακινητοποίησε.

Την ίδια ώρα, ήταν περίπου μετά τις πέντε το απόγευμα, φέρανε στο δικό μου καφενείο καμιά εξηνταριά άτομα από το άλλο καφενείο, γιατί στην κάτω πλατεία υπήρχανε δύο καφενεία τότε. Μας έβαλαν και καθίσαμε. Στο μεταξύ πήραν τέσσερα τραπέζια και έβαλαν πάνω ένα πολυβόλο στραμμένο πάνω μας. Ένας Γερμανός ρώτησε ποιος είναι ο “κουμάντ”. Του είπα εγώ είμαι. Από εκείνη την ώρα έκανα καφέδες και τσάγια, αυτό συνεχίσθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα».

Οι Γερμανοί συγκέντρωναν συνέχεια άτομα στο καφενείο και όταν ξημέρωσε η 18η Δεκεμβρίου οι Ναζί κατακτητές έβγαζαν ανά πεντάδες χωρικούς όπου τους οδηγούσαν σε ένα ρέμα όπου και τους σκότωναν. Μέχρι το μεσημέρι είχαν τελειώσει τη δολοφονική τους αποστολή με απολογισμό 118 νεκρούς.

Κάθε φορά που γράφω για σφαγές αμάχων από τους Ναζί δημιουργείται στην ψυχή μου ένα χάος. Ένα χάος που με δυσκολία κανείς μπορεί να δει τον αυτοέλεγχο πιλότο. Υπάρχει μια ψυχική παλινδρόμηση στο σκοτάδι, το θάνατο και τη δυστυχία που οι βάρβαροι έφεραν στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο με τις σφαγές των αμάχων. Είναι υποχρέωση όλων μας με ό,τι μέσο διαθέτουμε να υπενθυμίζουμε στους συνανθρώπους μας τα γεγονότα εκείνα. Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε. Δεν θέλουμε να ξεχάσουμε γιατί αν ξεχάσουμε θα είναι σαν να δίνουμε αμνηστία στα εγκλήματα εκείνα.

-Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
-Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούν;
Κ. Π. Καβάφης