ή
“ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ – ξαναγράφει την – ΙΣΤΟΡΙΑ”

Αναλυτικό ρεπορτάζ του Ημεροδρόμου και του Δημήτρη Κούλαλη για τις μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα, τις γερμανικές οφειλές, τις μεθοδεύσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και το Πρόγραμμα MOG. Παρεμβαίνουν επί του θέματος οι: Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, Νικόλαος Αποστολόπουλος, διευθυντής του Προγράμματος “Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα” και επίτιμος καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου, Αριστομένης Συγγελάκης, διδάκτορας Οδοντιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και Μέλος της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου.

Αίσθηση προκάλεσε η αποκάλυψη ότι το γερμανικό υπουργείο των Εξωτερικών χρηματοδοτεί μέρος του προγράμματος «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα»

 «η προέλευση της χρηματοδότησης του Προγράμματός (…) από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών (…) δεν καθιστά ούτε το Αρχείο ούτε την Εκπαιδευτική Πλατφόρμα «γερμανικά». Και τα δύο έχουν παραχθεί από Έλληνες και Γερμανούς επιστήμονες και (εν μέρει) σε συνεργασία του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Βερολίνου με το ΕΚΠΑ και άλλα εγχώρια εκπαιδευτικά ιδρύματα». Ακόμη, ο Έλληνας ακαδημαϊκός στο Βερολίνο σημείωσε ότι: «πρόθεση του προγράμματος ήταν και παραμένει ‘’να δημιουργηθεί ένα οπτικοακουστικό έργο σχετικά με την ιστορία της Κατοχής στην Ελλάδα βασισμένο σε επιστημονικά κριτήρια, χρήσιμο για ιστορικούς και εκπαιδευτικούς και των δύο χωρών, χωρίς ανάμειξη πολιτικών παραγόντων ή θεσμών’’».

 Στην επιστολή του κ. Αποστολόπουλου, απάντησε ο δημοσιογράφος και παρουσιαστής της εκπομπής, Γιώργος Σαχίνης.

  Ο κ. Σαχίνης, αφού επισήμανε
«την απουσία εγγράφων, στην Ελληνική γλώσσα, από τα οποία να προκύπτει η δική σας νομιμοποίηση- σ.σ. του MOG– (και ό,τι άλλο, π.χ. ρόλος, θέση, υπευθυνότητα κ.λπ.), καθώς επίσης η μορφή και η νομική υπόσταση του προγράμματος», στάθηκε στο γεγονός της παραδοχής από την πλευρά του προγράμματος ότι «χρηματοδοτείται και από το “Ελληνογερμανικό Ίδρυμα για το Μέλλον” του υπουργείου Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», το οποίο, υπενθυμίζει στην απαντητική του επιστολή ο δημοσιογράφος, «έχει εκπεφρασμένη αντίληψη ότι το ‘’ζήτημα των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα έχει κλείσει, οριστικά και αμετάκλητα’’».
 Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του, ο κ. Σαχίνης υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα επιβεβαιώνει πλήρως το γενικό πνεύμα της εκπομπής του,
«ότι δηλαδή επιχειρείται στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατεύθυνση αντίληψης της Κατοχής, χρηματοδοτούμενη από το γερμανικό κράτος (…) και μάλιστα (…) από θεσμό του σκληρού πυρήνα του (…) που διαμορφώνει τη διεθνή του, και όχι την εκπαιδευτική του, πολιτική για το ζήτημα».
Τέλος, έπειτα κι από αναφορά του στην μεθοδολογική προσέγγιση του
MOG («οι όψιμες ζωντανές μαρτυρίες δεν μπορούν να αποτελούν ισοδύναμες πηγές στην ιστορική έρευνα»), ο κ. Σαχίνης κάλεσε τον κ. Αποστολόπουλο να καταδικάσει απερίφραστα « τις ναζιστικές-γερμανικές θηριωδίες, που διαπράχθηκαν σε βάρος του ελληνικού λαού» και να αποδεχθεί την πρόσκληση για συμμετοχή στην εν λόγω εκπομπή.

Στην επιστολή του κυρίου Αποστολόπουλου, απάντησαν, έπειτα από γνωστοποίηση του περιεχομένου της από τον κύριο Σαχίνη, τόσο ο κύριος Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Α.Π.Θ, όσο και ο κύριος Σαράντος Θεοδωρόπουλος, νομικός, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας, στους οποίους ο κύριος Αποστολόπουλος αναφέρεται ονομαστικά στην επιστολή του. (Εδώ, θα βρείτε και τις τέσσερεις επιστολές https://www.imerodromos.gr/to-germaniko-ypex-piso-apo-to-programma-mnimes-katochis-stin-ellada).

Στο σημείο αυτό, αξίζει να θυμίσουμε ότι της εκπομπής του κυρίου Σαχίνη είχε προηγηθεί η προκλητική πρόσκληση σε μάζωξη των νεοναζί της ΜΚΟ Ένωση Ευρωπαίων Αλεξιπτωτιστών, η οποία καλούσε σε εκδηλώσεις και άλματα προς τιμήν των Γερμανών ομοϊδεατών τους, του Γ’ Ράιχ, στη Μάχη της Κρήτης. Η απύθμενου θράσους πρό (σ)κληση, μετά και τον παλλαϊκό ξεσηκωμό των πολιτών της Κρήτης, κι όχι μόνο, ματαιώθηκε (https://www.imerodromos.gr/i-eyropaiki-enosi-alexiptotiston-etoimazetai-na-giortasei-tin-eisvoli-ton-nazi-stin-kriti/).
Όμως, είναι ενδεικτική του απροκάλυπτου ναζιστικού χαρακτήρα διάφορων οργανώσεων, όπως η Ένωση Ορεινών καταδρομών Άνω Φραγγονίας, ή η Ένωση Γερμανών Αλεξιπτωτιστών που πάνω από δύο δεκαετίες πραγματοποιούν εκδηλώσεις «μνήμης;», «τιμής;» σε σημεία του νησιού, με μεγάλη έμφαση σε Κάνδανο και Φλώρια, όπου και βρίσκεται καλοσυντηρημένο ναζιστικό μνημείο με την επιγραφή: «Έπεσαν για τη Μεγάλη Γερμανία» . Ενώ, όπως είναι ήδη γνωστό ένας από τους αρθρογράφους της Ένωσης “
Der Deutsche Fallschirmjäger” («Ο Γερμανός Αλεξιπτωτιστής») είναι κι ο ιστορικός-συγγραφέας Χάιντς Ρίχτερ, ο οποίος με το βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης, επέκρινε τον αντιστασιακό αγώνα του λαού της Κρήτης και αναγνώριζε τους ναζί αλεξιπτωτιστές ως «ιδεαλιστές ιππότες».

Τι είναι όμως το MOG;

Αναζητώντας την ταυτότητα του Προγράμματος, καταλήξαμε στην επίσημη ιστοσελίδα του, στην οποία διαβάζουμε ότι στόχος της συγκεκριμένης προσπάθειας είναι η

 «συλλογή και αρχειοθέτηση οπτικοακουστικών μαρτυριών για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, καθώς και η διατήρηση και διάδοση πληροφοριών για την πιο καταστροφική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας- αποσκοπώντας στην αναζήτηση των αιτιών και των παραμέτρων-  που καθόρισαν εκείνη την εποχή, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα ενεργό κομμάτι της συλλογικής μνήμης». Σε άλλο σημείο του ίδιου κειμένου αναφέρεται ότι «στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε όλη την Ελλάδα με μάρτυρες της περιόδου» (93 τον αριθμό) , με επίκεντρο αυτών των αφηγήσεων να αποτελούν οι διωγμοί, οι σφαγές που έλαβαν χώρα στα «μαρτυρικά χωριά και πόλεις», οι εκτοπίσεις στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και η εμπειρία της Αντίστασης και της καθημερινότητας στις πόλεις. Το Πρόγραμμα συνεργάζεται με το ΕΚΠΑ, ενώ χρηματοδότες του είναι το Έλληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον του Υπουργείο Εξωτερικών της ΟΔΓ, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ίδρυμα “ErinnerungVerantwortung und Zukunft” και το Freie Universität Berlin (https://www.occupation-memories.org/project/funding/index.html).

Είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι η συμμετοχή του «Ελληνογερμανικού Ταμείο για το Μέλλον» στο Πρόγραμμα, «χτυπά» έντονα στο μάτι.

 Δεν έχουν περάσει άλλωστε, παρά μόλις πέντε χρόνια, απ’ τότε που η «Ομάδα Εργασίας  Γερμανών ακτιβιστών (ΑΚ) Δίστομο» χαρακτήριζε την ίδρυση του Ταμείου ως «πολιτική αντίδραση άμυνας απέναντι στις νόμιμες διεκδικήσεις των αποζημιώσεων και των πολεμικών επανορθώσεων για τα γερμανικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν την περίοδο της κατοχής».
Εξηγώντας την τοποθέτησή τους, οι Γερμανοί νομικοί και ακτιβιστές από το Αμβούργο υπογράμμιζαν ότι το ζήτημα παραμένει ακανθώδες για τη γερμανική πλευρά, προσμετρώντας, μεταξύ άλλων, τις δικονομικές εξελίξεις στην Ιταλία, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο στη Ρώμη έκρινε το 2015 πως είναι δυνατή η εκτέλεση της απόφασης του Πρωτοδικείου Λειβαδιάς το 1997 για το Δίστομο με την κατάσχεση γερμανικής περιουσίας που βρίσκεται στην Ιταλία. Επομένως, «το Ταμείο λειτουργεί σε αυτήν την περίπτωση ως «δούρειος ίππος» της γερμανικής κυβέρνησης». Και συνεχίζει η ανακοίνωση των Γερμανών αντιφασιστών: «Επιπλέον με την προβολή του Ταμείου το κέντρο βάρους της συζήτησης για τις ελληνικές διεκδικήσεις των αποζημιώσεων και επανορθώσεων μετατοπίζεται πια στις γερμανικές σκηνοθετημένες «χειρονομίες» συμφιλίωσης και μνήμης. (…) Μέσα από τις γερμανικές προσπάθειες να κερδίσουν τη συμμετοχή των εκπροσώπων των κοινοτήτων προωθείται η διάσπαση της αλληλεγγύης ανάμεσά τους. Η Γερμανία δημιουργεί έτσι με μικρό χρηματικό αντάλλαγμα ένα μικρό στρατό πολιτικών πρεσβευτών για τα δικά της συμφέροντα» (http://agonaskritis.gr/ακ-διστομο- δούρειος ίππος).

 Μια σημαντική επισήμανση στο ζήτημα αυτό είχε κάνει σε άρθρο του τον περασμένο Δεκέμβρη ο ακαδημαϊκός Γιάγκος Ανδρεάδης, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι η αξιοπιστία της πηγής/μαρτυρίας είναι θεμελιώδης για τον πυρήνα της Προφορικής Ιστορίας. Με τα λόγια του: 

«Η αξιοπιστία των πηγών, γραπτών και προφορικών αποτελεί κεντρικό μεθοδολογικό ζήτημα για τους ιστορικούς από την εποχή του Θουκυδίδη, που στο Α 22 της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου γράφει: «Υπέβαλα στον ακριβέστερο δυνατό έλεγχο τις πληροφορίες μου [για να ελέγξω την αξιοπιστία τους]. Αλλά το εγχείρημα ήταν δύσκολο, διότι συχνά οι αυτόπτες μάρτυρες εξέθεταν διαφορετικά τα ίδια πράγματα αναλόγως της μνήμης ή της εύνοιας που είχαν για τον ένα ή τον άλλο αντίπαλο». Η μεθοδολογική αυτή επισήμανση του Θουκυδίδη γίνεται και σήμερα δεκτή από τους ιστορικούς, ανθρωπολόγους αλλά και από ψυχαναλυτές, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν υπεύθυνα συνεντεύξεις, αφηγήσεις ή εκμυστηρεύσεις» https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/271571_hrisi-kai-katahrisi-tis-istorias-kai-tis-mnimis).

 Στο ίδιο πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί ότι από τις 93 συνεντεύξεις που προαναφέρθηκαν, τελικά, μόνο οι 13 προκρίθηκαν για διδασκαλία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στο ερώτημα αν το έργο έχει ολοκληρωθεί ή είναι ακόμη ανοιχτό, αν υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα εμπλουτισμού του με νέες συνεντεύξεις κι άλλα στοιχεία, το MOG απαντά πως «η συλλογή του Αρχείου θεωρείται περαιωμένη από τον Δεκέμβριο του 2018. (…) Προς το παρόν, δεν προβλέπεται η λήψη και επεξεργασία περαιτέρω συνεντεύξεων, καθώς αυτό θα προϋπέθετε και την αντίστοιχη χρηματοδότηση, που δεν υπάρχει. Ήδη ληφθείσες συνεντεύξεις και συμπληρωματικό υλικό θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να περιληφθούν στο Αρχείο, εφόσον πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις» https://www.occupation-memories.org/faq/about-the-project/index.html#faq_4-expand-archive).

Εκ νέου θέση για το ζήτημα λαμβάνει μέσω του «Ημεροδρόμου» ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, κύριος Γιώργος Μαργαρίτης. Για τον κύριο Μαργαρίτη, προκαλούνται εύλογα ερωτηματικά ως προς την καινοτομία και τους στόχους του Προγράμματος, δεδομένης της πολιτικής και υλικής -ως προς τη βασική του χρηματοδότηση- σύνδεσης με τη Γερμανία και ειδικότερα με το γερμανικό Υπουργείο των Εξωτερικών. 

«Οι καταγραφές μαρτυριών, οι έρευνες σε αρχειακές συλλογές, οι εκδόσεις αναμνήσεων, απομνημονευμάτων, η κάθε είδους αρθρογραφία, επιστημονική ή μη, οι κάθε είδους εκδόσεις επίσης, έχουν ξεκινήσει από το τέλος κιόλας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», δηλώνει ο κ. Μαργαρίτης, τονίζοντας ακόμη ότι «το υλικό που έχει έκτοτε κατατεθεί, αναδειχθεί ή δημοσιευθεί έχει τύχει σημαντικής επιστημονικής επεξεργασίας και η σχετική βιβλιογραφία, στα ελληνικά ή σε ξένη γλώσσα είναι κάτι περισσότερο από σημαντική. Δεν ήταν μια αδιάφορη για την ιστοριογραφία εποχή».

Για τον κ. Μαργαρίτη, η παραπάνω εξήγηση είναι αντίθετη με τις « «εκπαιδευτικές» οδηγίες που συνοδεύουν κάθε διδακτική ενότητα του προγράμματος».
Όπως ο ίδιος δηλώνει στον «Η»:
«Στη ενότητα για τα παιδιά, λόγου χάρη, με αφορμή μαρτυρίες από τον καταστροφικό βομβαρδισμό του Πειραιά στα 1941 από τους Γερμανούς, οι οδηγίες στρέφουν τους μαθητές προς την σύγκριση είτε με τους βομβαρδισμούς της ίδιας πόλης από τους συμμάχους, είτε με τους βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων. Το συμπέρασμα περισσότερο από σαφές: τι έκαναν οι Γερμανοί που δεν το έκαναν και οι άλλοι (οι Σύμμαχοι υπονοείται…)».
 Ωστόσο, το πράγμα πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω, σύμφωνα με τον καθηγητήκαθώς «ανάλογες οδηγίες στην εκπαιδευτική ενότητα για τα γερμανικά «αντίποινα» -για τα εγκλήματα δηλαδή του γερμανικού στρατού στην Ελλάδα, στις διδακτικές οδηγίες που συνοδεύουν προφορικές μαρτυρίες από την σφαγή του Διστόμου υπάρχει μεταξύ άλλων η σύσταση να διερευνηθεί το «ποιος ξεκίνησε τα γεγονότα»!» «Πρόκειται για την γνωστή θέση του γερμανικού στρατού, των απανταχού ναζί και των Ελλήνων δωσίλογων ότι για τα εγκλήματα των Γερμανών φταίνε οι αντάρτες που πολεμούσαν για την απελευθέρωση της χώρας τους», καταλήγει στην τοποθέτησή του.

Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο κατά τη γνώμη μας να αναφέρουμε ότι βάσει των επαφών που είχαμε για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, αλλά και πλήθους δημοσιευμάτων στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μέσω του Προγράμματος προπαγανδίζεται η γερμανική θέση ότι οι υποχρεώσεις του Βερολίνου έναντι της χώρας μας έχουν τακτοποιηθεί.

Αυτή την πρακτική ανέδειξε εμμέσως, πλην σαφώς και η κυρία Τριανταφυλλιά Κωστοπούλου, ένα από τα ενεργά στελέχη του Κινήματος για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Επανορθώσεων στην Ελλάδα για την περίοδο της Κατοχής, η οποία έπειτα από τις αντιδράσεις που σήκωσε η αποκαλυπτική παρέμβαση του διευθυντή του Προγράμματος ήρθε με επιστολή της στον κ. Σαχίνη να επισημάνει τον εμφανή κατά την ίδια «φόβο των υπευθύνων του MOG πως ακόμη και αν εγκριθεί το πρόγραμμά τους από το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας, θα συναντήσει δυσκολίες στην εφαρμογή του στα σχολεία».
Στο ίδιο κείμενο, η κ. Κωστοπούλου παρουσιάζει δύο ενδεικτικές περιπτώσεις από τις οποίες, όπως συμπέρανε, έπειτα κι από νέα επίσκεψη στην ιστοσελίδα του 
MOG, τα κείμενα διαφέρουν από τα γερμανικά στα ελληνικά κι αντίστροφα. Ως εκ τούτου, όπως μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει αλλάζει και το νόημα όσων γράφονται.

Το ερώτημα είναι: Γιατί;

Για την κ. Κωστοπούλου, το ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ που διέθεσε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών γι’ αυτό το πρόγραμμα έχει συγκεκριμένη στόχευση: την ελληνική νεολαία.
Πρόκειται για ένα είδος «επένδυσης» από την πλευρά της Γερμανίας, καταλήγει η συντάκτρια της επιστολής, προσθέτοντας ότι μεταξύ των Γερμανών που συνεργάστηκαν στα πλαίσια του προγράμματος βρίσκονται κάποιοι «που αγωνίζονται για να πείσουν την Ελλάδα να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση μόνο του Κατοχικού Δανείου και να μείνει εκεί, χωρίς να διεκδικήσει μετέπειτα και τις πολεμικές αποζημιώσεις, και μεταξύ των Ελλήνων κάποιοι που δεν αντέχουν άλλο τον “πνιγηρό αντιγερμανισμό των τελευταίων ετών, που σαν μικρόβιο τρώει τις σάρκες μας» (
https://www.neakriti.gr/article/ellada-nea/1614302/apozimioseis-kai-limos-alla-grafoun-ta-ellinika-kai-alla-ta-germanika-vivlia/).

Από την άλλη, η πλευρά του Προγράμματος υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα έργο αυστηρά επιστημονικό, με αυστηρή μεθοδολογία και ελέγχους από Έλληνες και Γερμανούς επιστήμονες με αναγνωρισμένη δράση στα πεδία της επιστήμης της Ιστορίας και της Διδακτικής της. Παράλληλα, διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του MOG, την «ευθύνη του έργου έχουν εξαρχής και μέχρι σήμερα ακαδημαϊκοί επιστήμονες. Η πρόθεση του Προγράμματος ήταν και παραμένει να δημιουργηθεί ένα οπτικοακουστικό έργο σχετικά με την ιστορία της Κατοχής στην Ελλάδα βασισμένο σε επιστημονικά κριτήρια, χρήσιμο για ιστορικούς και εκπαιδευτικούς και των δύο χωρών, χωρίς ανάμειξη πολιτικών παραγόντων ή θεσμών». Αυτός ο σκοπός επιτεύχθηκε απόλυτα, λένε οι επιστήμονες του Προγράμματος. Ενώ, σε άλλη, απαντητική ανακοίνωση του MOG υπογραμμίζεται ότι οι επιστημονικοί του συνεργάτες ούτε δέχθηκαν, ούτε έγιναν παρεμβάσεις από τους χορηγούς «ως προς τη συλλογή και επιστημονική επεξεργασία των συνεντεύξεων, τη συγγραφή συνοδευτικών κειμένων και την εκπόνηση του εκπαιδευτικού υλικού (τα οποία φυσικά συνεχώς δέχονται συμπληρωματικές βελτιώσεις) ή εν γένει την κατασκευή και χρήση του MOG. Αυτή η διαπίστωση πλήρους επιστημονικής ανεξαρτησίας ισχύει απόλυτα για όλους τους υποστηρικτές του Προγράμματος και ιδιαίτερα για το «Ταμείο», το οποίο ούτε καν υπήρχε κατά την πρώτη τετραετία μετά το ξεκίνημά μας». «Είναι λυπηρό το γεγονός», κατέληγαν οι συντάκτες της απάντησης στις κατηγορίες σε ελληνικά ΜΜΕ και στο Διαδίκτυο, «ότι κάποιοι διαβλέπουν σκοτεινές σκευωρίες ή κατασκευάζουν ανύπαρκτες συναλλαγές πίσω από τις αυστηρά αξιοκρατικές και ανεξάρτητες επιχορηγήσεις, δωρεές, παροχές υποτροφιών και άλλες χρηματοδοτήσεις» (https://www.occupation-memories.org/aktuelles/mog-anakoinosi.html).

Τέλος, σε παρέμβασή του στη διαδικτυακή εκδήλωση της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ«”Μνήμες κατοχής στην Ελλάδα” ένα ακόμα πρόγραμμα παραχάραξης της ιστορίας», ο επίκ. καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας, Άγγελος Παληκίδης, εκπροσωπώντας το MOG, υποστήριξε ότι η δράση και η λειτουργία του συγκεκριμένου προγράμματος συμβάλλει στην ενίσχυση των ελληνικών αιτημάτων και διεκδικήσεων.

«Ο παραλογισμός βαράει κόκκινο στο σημείο αυτό», έρχεται με τη σειρά του να δηλώσει ο κύριος Μαργαρίτης«Οι ιθύνοντες του προγράμματος ισχυρίζονται ότι η πρόθεσή τους δεν έχει τίποτε το πολιτικό, είναι «καθαρή» παιδαγωγική και επιστήμη. Ισχυρίζονται επιπρόσθετα ότι το πρόγραμμά τους συμβάλει στην προώθηση των ελληνικών θέσεων και απαιτήσεων για καταβολή των οφειλόμενων από την Γερμανία πολεμικών αποζημιώσεων». Εν ολίγοις, «το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας και η Ομοσπονδιακή της Κυβέρνηση που έχουν σκαιότατα απορρίψει τα ελληνικά διπλωματικά διαβήματα (ρηματικές διακοινώσεις) και ειρωνευτεί ομόφωνο σχετικό ψήφισμα της ελληνικής Βουλής, χρηματοδοτούν πρόγραμμα το οποίο «ενισχύει τα ελληνικά αιτήματα και διεκδικήσεις». Θα μπορούσε ίσως να το κάνει ο Θεός Ιανός αυτό – φαίνεται όμως σε κανένα να έχει η γερμανική κυβέρνηση διαθέσεις ή ιδιότητες Ιανού»;

Πάντως, επιχειρώντας να ανοίξουμε τη βεντάλια του θέματος, ήδη από την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο συναντάται η προσπάθεια του «κλεισίματος των λογαριασμών» για τις θηριωδίες του εθνικοσοσιαλισμού.

Όπως ανέφεραν σε άρθρο τους τον Δεκέμβριο του 2020 στην «Εφημερίδα των Συντακτών», οι πρώην βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, κ.κ. Μηταφίδης και Τζαμακλής, αμφότεροι μέλη της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών, καθώς και ο κ. Κούρτης, εμπειρογνώμονας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών, στις 10 Νοεμβρίου 1947, η επιχείρηση «διαχείριση της μνήμης» έβαλε μπροστά τις μηχανές, με τις συμμαχικές κυβερνήσεις να εγκρίνουν το γερμανικό νομικό σχέδιο περί άμεσης αποκατάστασης περιουσιακών στοιχείων που σώζονταν αυτούσια και είχαν προηγουμένως κατασχεθεί (Νόμος 59). «Από τότε αρκετές πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί, όπως η Συμφωνία του Λουξεμβούργου με το Ισραήλ το 1952 και η Συμφωνία της Βόννης με την Ελλάδα το 1960», θυμίζουν οι αρθρογράφοι, τονίζοντας παράλληλα ότι ιδίως μετά την επανένωση είναι οφθαλμοφανής η «μετατόπιση της γερμανικής πολιτικής από τη νομική στην πολιτική και τελικά στην ηθική ευθύνη, με σκοπό το οριστικό «κλείσιμο των λογαριασμών» με το ναζιστικό παρελθόν χωρίς περαιτέρω νομικές περιπλοκές».

Και σ’ αυτή την περίπτωση, οι αρθρογράφοι στηλιτεύουν τον ρόλο των ποικιλώνυμων ιδρυμάτων που κατά καιρούς ιδρύει η ΟΔΓ, ενώ, ταυτόχρονα, επιχειρούν να αναδείξουν και την εμπλοκή συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων της Γερμανίας στα εν λόγω ιδρύματα, «σε μια προσπάθεια ξεπλύματος και του δικού τους βρόμικου εθνικοσοσιαλιστικού παρελθόντος» . Ως διεθνές παράδειγμα, φέρνουν την «αμερικανο-γερμανική συμφωνία του 2000 για τη δημιουργία του Ιδρύματος για τη Μνήμη, την Ευθύνη και το Μέλλον (EVZ), που χρηματοδοτούν γερμανικές εταιρείες, με σκοπό, όπως αναφέρει η συμφωνία, τη θεμελίωση «μιας συνολικής και διαρκούς νομικής ειρήνης» για τις εν λόγω οικονομικές οντότητες, που ενέχονται σε εγκλήματα καταναγκαστικής εργασίας».

Παράλληλα, δεν ξεχνούν να χαρακτηρίσουν ως  «προσπάθειες συγκάλυψης ή διαστρέβλωσης της μνήμης των εθνικοσοσιαλιστικών θηριωδιών» τις φαινομενικά άσχετες ενέργειες, όπως οι πολιτιστικές ανταλλαγές ή η πολιτική για τη νεότητα, πρακτική που συναντάται, βάσει πάντα των συντακτών του κειμένου, και σε άλλες χώρες-πρώην θέατρα εγκλημάτων θηριωδίας, όπως η Ναμίμπια και που απασχόλησε και την ελληνική Βουλή κατά την κύρωση της ελληνο-γερμανικής συμφωνίας για το Ιδρυμα Νεολαίας [ΙΝ] (άρθρα 148 Ν. 4763/2020, ΦΕΚ Α΄ 254/21.12.2020) (https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/274775_germaniko-isozygio-mnimis-kai-apliroto-agos-ton-nazistikon-egklimaton).

Στην ίδια κατεύθυνση σημαντική ήταν η πρόσφατη παρέμβαση (5.2.2021) της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Αντιστασιακών – Αντιφασιστών (FIR) υπέρ της απόδοσης των γερμανικών οφειλών στην Ελλάδα. Η FIR επικρίνοντας σφοδρά τα ιδρύματα και λοιπές μεθοδεύσεις της γερμανικής κυβέρνησης που έχουν ως επιδίωξη να απαλλάξουν την Ο.Δ.Γ. από την υποχρέωσή της για την καταβολή αποζημιώσεων και επανορθώσεων προς τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Από την ίδρυσή του εδώ και περίπου 20 χρόνια, ο στόχος του ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον» είναι να απαλλάξει τις γερμανικές εταιρείες από την ευθύνη τους να αποζημιώσουν τα θύματα της αναγκαστικής εργασίας. Τα συνολικά 5 δις ευρώ που καταβλήθηκαν είχαν στόχο την ικανοποίηση των διεκδικήσεων εκείνων που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία. Όμως κάθε πληρωμή – μάλλον συμβολική εάν λάβει κανείς υπόψη τα εκατομμύρια των θυμάτων – διεκόπη επισήμως το 2007. Ο στόχος ήταν να τραβηχτεί μια οικονομική γραμμή με το παρελθόν και να προστατευτούν οι κληρονόμοι των ναζιστικών επιχειρήσεων από τις οφειλές για τα εγκλήματα των προγόνων τους». Και συνεχίζει ιδιαίτερα αποκαλυπτικά: «Δημοσιογράφοι και ιστορικοί κατακρίνουν το ίδρυμα «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον» λέγοντας πως τα υπόλοιπα κονδύλια του ιδρύματος χρησιμοποιούνται για την δημιουργία μια «βιομηχανίας αναμνήσεων» γνωστής ως ευρωπαϊκής κουλτούρας μνήμης η οποία στηρίζεται και ελέγχεται από την πολιτική ηγεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Με αυτόν τον τρόπο η ομοσπονδιακή Γερμανική κυβέρνηση και το ίδρυμα «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον» προάγουν για παράδειγμα διμερείς «συναντήσεις» και «οργανώσεις νεολαίας» ώστε να αποφύγουν περαιτέρω απαιτήσεις για αποζημιώσεις» (https://esdoge.gr/varysimanti-paremvasi-tis-pagkosmias-omospondias-antistasiakon-antifasiston-fir-yper-tis-apodosis-ton-germanion-ofeilon-stin-ellada/)

Για όλα αυτά, τοποθετήθηκε μέσω του «Ημεροδρόμου» και ο κύριος Αριστομένης Συγγελάκης, διδάκτορας Οδοντιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και Μέλος της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου.

Ο κύριος Συγγελάκης, ξεκινώντας την τοποθέτηση του υπό τον τίτλο: «Βερολίνο 2021: Αναθεώρηση της Ιστορίας αντί Δικαιοσύνης και Αποζημίωσης», (αναφερόμενος εμμέσως στο σύνθημα της Ομάδας ΑΚ Distomo: «Δικαιοσύνη και Αποζημίωση», όπως αυτό εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2011, κατά τη διεξαγωγή της δίκης για το Δίστομο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) έκανε λόγο για μια «διαχρονικά αδιάλλακτη στάση των μεταπολεμικών γερμανικών κυβερνήσεων στο ζήτημα των οφειλών τους προς την Ελλάδα», με τις ίδιες να παραπέμπουν «την επίλυσή του στο μέλλον: αρχικά στην ενοποίηση της Γερμανίας και στη συνέχεια, όταν επανενώθηκε η Γερμανία (31.8.1990) και συνήφθη η Συνθήκης 2+4 της Μόσχας (12.9.1990) παρέπεμπαν πλέον στη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ ΟΔΓ και Ελληνικής Δημοκρατίας». Στόχος, σύμφωνα με τον κύριο Συγγελάκη, ήταν η μετάθεση του ζητήματος στις καλένδες, «προσβλέποντας στο ότι με το χρόνο θα ατονήσει η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών».

Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, υπογραμμίζει ο συνομιλητής μας. Τουναντίον. Για τον λόγο αυτό «η γερμανική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, αντιλαμβανόμενη ότι το κίνημα διεκδίκησης στην Ελλάδα αντί να συρρικνωθεί με το πέρασμα του χρόνου διευρύνεται και ισχυροποιείται, αποφασίζει αλλαγή, επί τα χείρω, της πολιτικής της».

Σε μια προσπάθεια να κωδικοποιήσει τη νέα γραμμή του Βερολίνου, ο κύριος Συγγελάκης υποστηρίζει ότι αυτή στηρίζεται στους εξής άξονες:

α. «Το θέμα έχει, πολιτικά και νομικά, κλείσει οριστικά». Μία θέση παντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη, δεδομένου ότι ουδέποτε υπήρξε παραίτηση της Ελλάδας από τις αξιώσεις της, όπως άλλωστε επισημαίνει και το πόρισμα της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Bundestag (Ιούνιος 2019).

βΙσχυρίζεται ότι ΟΔΓ δεν είναι αδιάλλακτη αλλά, αντίθετα, πασχίζει για την – ψευδεπίγραφη – ελληνογερμανική «συμφιλίωση»! Και εννοούν τα κάθε λογής γερμανικά ιδρύματα και προγράμματα της γερμανικής κυβέρνησης («Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον», «Ελληνογερμανικό ίδρυμα Νεολαίας», «Ελληνογερμανική Συνέλευση» του κ. Φούχτελ, πρόγραμμα «MOG / Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα»), που στο όνομα μίας κάλπικης και ετεροβαρούς «συμφιλίωσης» επιδιώκουν την περαιτέρω διείσδυση των γερμανικών ελίτ στην Ελλάδα. Επίσης οι μεθοδεύσεις αυτές, με τη χρήση πόρων κυρίως του γερμανικού κράτους, έχουν ως στόχο να διασπάσουν και να κάμψουν το κίνημα διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, όπως έχουν καταγγείλει Γερμανοί αντιφασίστες. Αλλά και, όπως έχουν επισημάνει από κοινού το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και το Δίκτυο Μαρτυρικών Δήμων, επιπλέον επιδιώκουν να ενισχύσουν την νομική θέση της ΟΔΓ μπροστά στο ενδεχόμενο να παραπεμφθεί το θέμα των γερμανικών οφειλών σε διεθνές δικαστήριο ή άλλο δικαιοδοτικό φόρουμ1.

Στο σημείο αυτό ο κύριος Συγγελάκης, μας υπενθυμίζει το κοινό υπόμνημα του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών περιόδου 1940-1945 «Ελληνικά Ολοκαυτώματα» προς τους πολιτικούς αρχηγούς ( https://esdoge.gr/oino-ypomnima-esdoge-diktyou-martyrikon-dimon-pros-ton-prothypourgo-kai-tous-politikous-archigous-gia-to-ellinogermaniko-idryma-neolaias/ ).

γ. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της «ελληνογερμανικής συμφιλίωσης» η Ιστορία της Κατοχής πρέπει να αναθεωρηθεί και «να ειδωθεί υπό μία άλλη οπτική». Η ΟΔΓ, όχι μόνο αρνείται να αναλάβει την ευθύνη που έχει, ως καθολικός διάδοχος του Γ’ Ράιχ, για τα στυγερά ναζιστικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αλλά με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει, επιχειρεί να μεταθέσει την ευθύνη για τα ναζιστικά εγκλήματα από τους σφαγείς στην Εθνική Αντίσταση. Οι αναθεωρητές της Ιστορίας δεν διστάζουν να σχετικοποιήσουν τα ναζιστικά εγκλήματα και, άλλοτε απροκάλυπτα άλλοτε συγκεκαλυμμένα, να ξεπλύνουν το ναζισμό, όπως άλλωστε δείχνουν και τα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εξίσωση κομμουνισμού και ναζισμού, η βράβευση των συνεργατών του Γ’ Ράιχ και ο διωγμός των Αντιστασιακών στις Βαλτικές χώρες καθώς και η απόδοση της ευθύνης για την πρόκληση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Σοβιετική Ένωση!

«Στο πλαίσιο αυτό», κατά τον κύριο Συγγελάκη, εντάσσεται και «η ωμή προπαγάνδα του υβριστή της Μάχης της Κρήτης και της Εθνικής μας Αντίστασης Χάιντς Ρίχτερ, που επιχείρησε την εξίσωση των θυτών με τα θύματα των ναζιστικών εγκλημάτων, των δολοφόνων εισβολέων αλεξιπτωτιστών και ορεινών καταδρομέων με τους αμυνόμενους υπέρ πατρίδας και ελευθερίας πολίτες της Κρήτης. Πρόσφατα, μάλιστα, η προπαγάνδα του Χ. Ρίχτερ βρήκε μιμητές στα ναζιστικά σταγονίδια της «Ένωσης Ευρωπαίων Αλεξιπτωτιστών», που ήθελαν να τιμήσουν τους «γενναίους» αλεξιπτωτιστές της Βέρμαχτ αλλά τράπηκαν σε φυγή μετά τη σεισμική εξέγερση του κρητικού λαού».

Για τον συγγραμματέα του ΕΣΔΟΓΕ ο στόχος των παραπάνω μεθοδεύσεων είναι ξεκάθαρος: «να αποδυναμωθεί η ιστορική, ηθική, πολιτική και νομική βάση της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών». Διότι, σύμφωνα με τον ίδιο: «αν επικρατήσει, π.χ. η αντίληψη ότι ο σφαγιασμός του ελληνικού λαού δεν ήταν παρά «αντίποινα» σε «απερίσκεπτες» και «μάταιες» ενέργειες της Αντίστασης», όπως έχουν βαλθεί να μας πείσουν οι αναθεωρητές της Ιστορίας, τότε η απόδοση των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων παύει να θεωρείται μία επιβεβλημένη πράξη αποκατάστασης του δικαίου και γίνεται μία «υπερβολική αξίωση των κακομαθημένων Ελλήνων που ζητούν χρήματα για να ξεπεράσουν τις οικονομικές τους δυσκολίες».

Ο δρόμος του αγώνα είναι η μόνη απάντηση, απέναντι σ’ αυτές τις μεθοδεύσεις δηλώνει ο κύριος Συγγελάκης. Ενώ, καταλήγει αναφέροντας ότι: «η υπεράσπιση της Ιστορίας από τους επίδοξους παραχαράκτες της και η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών αποτελεί γέφυρα κοινής πάλης, δημοκρατικής – αντιφασιστικής, μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού λαού αλλά και όλων των λαών της Ευρώπης. Η συμφιλίωση των λαών, άλλωστε, δεν μπορεί να οικοδομηθεί στα σαθρά θεμέλια της εξάρτησης και της συναλλαγής αλλά μόνο στα στέρεα θεμέλια της ισότητας, της μνήμης και της δικαιοσύνης».