Ένα άγνωστο γεγονός για το πως οι Γερμανοί είχαν καταληστεύσει τον εθνικό πλούτο της χώρας, την περίοδο 1941-1944, παρατίθεται στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου “Σελίδες Κατοχής” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις IANOS. Πρόκειται για το μεταφερόμενο τυπογραφείο με το οποίο οι χιτλερικοί κατακτητές είχαν πλημμυρίσει την Ελλάδα με κατοχικά μάρκα, νομίσματα που δεν είχαν την παραμικρή αξία και με τα οποία ανέβασαν στα ύψη τον πληθωρισμό.
Η χιτλερική σημαία στη Θεσσαλονίκη |
Μαρτυρίες και ντοκουμέντα
Στο βιβλίο, παρουσιάζεται μέσα από ένα πλήθος μαρτυριών και ντοκουμέντων ο τρόπος με τον οποίο έγινε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, εκείνη την “μαύρη” άνοιξη του 1941, τα κτίρια της πόλης που είχαν επιταχτεί από τους χιτλερικούς, τα σημεία όπου γίνονταν από τους δήμιους της Γκεστάπο τα βασανιστήρια, οι τόποι εκτελέσεων, η πείνα, οι πράξεις σαμποτάζ από τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης, τα μαχητικά συλλαλητήρια, κάτω από τη μπούκα των πολυβόλων, για τον εορτασμό των εθνικών επετείων, καθώς και κατά της καθόδου των Βουλγάρων φασιστών στη Μακεδονία, οι παράτολμες αποδράσεις μέσα από τα νύχια των κατακτητών είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίο, μέσα από ένα πλήθος μαρτυριών και άγνωστων ντοκουμέντων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά σε δύο τραγούδια-ύμνους για την Εθνική Αντίσταση, που έγραψε τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα οποία “θάφτηκαν” μεταπολεμικά.
Από ένα δισέλιδο αφιέρωμα της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ στο βιβλίο |
Το μεταφερόμενο τυπογραφείο που τύπωνε μάρκα
Τα χαράματα της 9ης Απριλίου 1941, οι Γερμανοί εισέρχονται πάνοπλοι στη Θεσσαλονίκη. Στην είσοδο της πόλης τους υποδέχονται ο Μητροπολίτης Γεννάδιος, ο τεταρτοαυγουστιανός δήμαρχος Μερκουρίου, ο στρατιωτικός διοικητής Ραγκαβής, ο υπασπιστής του, συνταγματάρχης Παπακωνσταντίνου, ο αστυνομικός διευθυντής Παπαργύρης και ο «υπερεθνικόφρων» καθηγητής Βιζουκίδης.
Πίσω από τα γερμανικά άρματα μάχης, που εμφανίζονται στην οδό Εγνατίας, ακολουθεί ένα περίεργο σε σχήμα, ειδικά διασκευασμένο όχημα, μία ιδιόρρυθμη κατασκευή, που τράβηξε την προσοχή των λιγοστών Θεσσαλονικέων είχαν βγει στη δρόμο για να παρακολουθήσουν βουβοί τους υπερόπτες Γερμανούς στρατιώτες να εισέρχονται στην πληγωμένη τους πόλη.
Όπως σημείωναν μετά την απελευθέρωση οι τοπικές εφημερίδες, αν οι περίεργοι που παρακολούθησαν βουβοί την πρώτη παρέλαση των Γερμανών, ήξεραν το μέγεθος της καταστροφής που θα έκανε στον τόπο μας αυτό το παράξενο αυτοκίνητο, θα το πρόσεχαν κάπως καλύτερα. Ήταν το φορητό ταχυπιεστήριο που τύπωναν οι Γερμανοί τα «μάρκα Κατοχής» για να γεμίζουν με αυτά τους στρατιώτες τους και να τους δίνουν τη δυνατότητα να ληστεύουν καμουφλαρισμένα τις περιουσίες των «απελευθερούμενων» λαών της Ευρώπης, όπως διατείνονταν.
Μία από τις ενέργειες των Ναζί στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη να απαγορεύσουν τα τραγούδια |
Κινηματογράφηση των… κατορθωμάτων
Την είσοδο των χιτλερικών στην ανήμπορη να αντιδράσει Θεσσαλονίκη, καταγράφει ένας οπερατέρ των κινηματογραφικών επικαίρων της «Ούφα», τοποθετημένος πάνω σε ένα αυτοκίνητο με τα σύνεργα του, για απαθανατίσει τη… μεγαλειώδη νίκη του Γ΄ Ράιχ. Ο επικεφαλής Γερμανός στρατηγός, οι επιτελείς του και μαζί τους οι πεζοπόροι στρατιώτες, οι οδηγοί τανκς, οι μοτοσικλετιστές και οι αλπινιστές, τσακίζονται να τους πάρει ο φακός
Σύμφωνα με την περιγραφή της εφημερίδας “Μακεδονία”, στις 10 Απριλίου 1945, “αυτό το «θαυματουργό» αυτοκίνητο το εγκατέστησαν οι κατακτητές αμέσως στον περίβολο του Παρθεναγωγείου στο Συντριβάνι, και ως το μεσημέρι οι «νικηταί», από τον ανώτατο αξιωματικό ως τον τελευταίο καραγωγέα, ήταν γεμάτοι από κολλαρισμένα μάρκα, έτοιμοι για την εξόρμησή τους προς τα εμπορικά καταστήματα, τα ρεστοράντ και τα κέντρα διασκεδάσεως”.
Πριν ακόμη προμηθευτούν αυτά τα χωρίς αντίκρυσμα μάρκα, κάποιοι από τους Γερμανούς στρατιώτες είχαν επιδοθεί σε πλιάτσικο σε καταστήματα της Θεσσαλονίκης. Να ένα περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο:
Τα κίβδηλα γερμανικά μάρκα
“Ώρα 9:00. Οι «φορείς του πολιτισμού» του Γ΄ Ράιχ κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους. Μια μοτοσικλέτα σταματά μπροστά στο επί της οδού Τσιμισκή κεντρικό παντοπωλείο Καραποστόλου. Οι επιβάτες της κατεβαίνουν αγέρωχοι, διαλύουν με μερικά βροντόφωνα «ράους» τους λίγους περίεργους, ποδοπατούν ένα παιδάκι που δεν είχε καταλάβει ακόμα τη σημασία του «ράους», σπάζουν το λουκέτο, κλέβουν μερικές μουρταδέλες, κάμποσα κομμάτια τυρί και άφθονα μπουκάλια κρασί, γεμίζουν ένα αυτοκίνητο και φεύγουν. […]”
Η κατάσχεση από τους κατακτητές των ραδιοφώνων |
Την ίδια ώρα, εγκαθίσταται στο πολυτελές ξενοδοχείο «Ριτζ», το στρατιωτικό και πολιτικό επιτελείο του Ράιχ. Αξιωματικοί, ο υποπρόξενος της Γερμανίας Πάουλους, ο αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών της Θεσσαλονίκης Κρούγκερ και 2-3 Έλληνες που για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους. Στο μπαλκόνι του κτιρίου κυματίζει η αγκυλωτή σημαία του αιματόβρεκτου εθνικοσοσιαλισμού, στο κεντρικό σαλόνι του, πολιτικοί και στρατιωτικοί συναρμολογούν τους κρίκους της βαριάς αλυσίδας της σκλαβιάς.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν το κινητό τυπογραφείο έχει προχωρήσει στην παραγωγή των πρώτων αυτών κίβδηλων χαρτονομισμάτων, οι “νικητές” ξεχύνονται στα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, κυρίως τα εστιατόρια και τα ζαχαροπλαστεία, ξοδεύοντας τα μάρκα με τα οποία τους εφοδίασαν οι ανώτεροί τους. Να μια ακόμη περιγραφή:
“Ώρα 6:00 μ.μ. Τα κέντρα έχουν γεμίσει με Γερμανούς. Τρώνε με βουλιμία πεινασμένου λύκου 3-4 μερίδες ψητό, από 5-10 πάστες ο καθένας τους. Αδειάζουν δωδεκάδες μπουκάλια μπύρα, γεμίζουν τις τσέπες τους με τσιγάρα και πορτοκάλια και πληρώνουν με μάρκα, τυπωμένο δηλαδή χαρτί, που διαθέτουν εν αφθονία”.
Έτσι άρχιζε ο μεσαίωνας 3,5 χρόνων της ναζιστικής κατοχής, που θα αποδεικνύονταν ως μία από τις πιο μαύρες περιόδους στην ιστορία της Θεσσαλονίκης και της υπόλοιπης Μακεδονίας