– Γεννήθηκε το 1925 στην Πάρο – εκτελέστηκε 10 Μαίου του 1944 στην Καισαριανή.
ΕΝΑ ΑΦΙΈΡΩΜΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ
Ο Νίκος Γλέζος πέταξε το σκούφο του µε το τελευταίο του µήνυµα, στη συµβολή της Ιεράς Οδού, Κων/λεως και Μ. Αλεξάνδρου, ενώ το καµιόνι τον µετέφερε από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή για εκτέλεση, µαζί µε άλλους ενενήντα πατριώτες. Καθώς έβγαζε το κεφάλι του κάτω από την τέντα του αυτοκινήτου και πετούσε το µήνυµα, τον είδαν περίοικοι. Τον αναγνώρισαν κι όταν η φάλαγγα των αυτοκινήτων προσπέρασε, έτρεξαν, πήραν τον µήνυµα και το παρέδωσαν στην οικογένειά του.
Γιος του Ναξιώτη Νίκου Γλέζου και της Ανδρομάχης Ναυπλιώτη, δασκάλας από την Πάρο, ο Νίκος γεννήθηκε στην Πάρο και στην αντίσταση είχε ψευδώνυμο «Φωκάς». Ψευδώνυμο που το είχε εμπνευστεί από μια περιοχή του νησιού στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε.
-«Οι λέξεις, που για μερικούς δε σηµαίνουν τίποτα, είναι για άλλους η ίδια η ζωή.
Σας μιλάω µ’ αυτή την ελπίδα: ότι ίσως θα µπορέσετε να ανακαλύψετε, κρυµµένη
πίσω από τις λέξεις, µια µικρή σπίθα ζωής, ότι θα αισθανθείτε ένα μικρό κτυποκάρδι»,
έχει πει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Οι λέξεις λοιπόν, λιτές, αυστηρές, δυνατές, εκφράζοντας την ίδια τη ζωή εκείνου που τις πρόφερε και τις έγραψε, καταφέρνουν να αποκαλύψουν τη σπίθα της ζωής που τον έκαιγε και να µας µεταδώσουν το χτυποκάρδι, τον ενθουσιασµό και τη δύναµη που οδηγούσαν τις πράξεις του και συγχρόνως να προκαλέσουν το δικό µας χτυποκάρδι για όλα αυτά που είναι θρύλος και ιστορία, καθηµερινότητα και ηρωισµός, πόνος και αγώνας, ζωή και θάνατος. Μπροστά µας χαρτιά κιτρινισµένα, αποκόµµατα ταλαιπωρηµένα και ο σκούφος ενός αγοριού, στον οποίο µέσα, στην άσπρη φόδρα, µε µελανί µολύβι, το αγόρι έχει γράψει:
Ο Νίκος Γλέζος πέταξε το σκούφο του µε το τελευταίο του µήνυµα, στη συµβολή της Ιεράς Οδού, Κων/λεως και Μ. Αλεξάνδρου, ενώ το καµιόνι τον µετέφερε από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή για εκτέλεση, µαζί µε άλλους ενενήντα πατριώτες. Καθώς έβγαζε το κεφάλι του κάτω από την τέντα του αυτοκινήτου και πετούσε το µήνυµα, τον είδαν περίοικοι. Τον αναγνώρισαν κι όταν η φάλαγγα των αυτοκινήτων προσπέρασε, έτρεξαν, πήραν τον µήνυµα και το παρέδωσαν στην οικογένειά του.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν από το Μάη του 1944, ο χαιρετισµός του παραµένει απλός και ζωντανός, σαν κλαδί ανθισµένο, σαν µια σκυτάλη, όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος.
Ο παλιός του σύντροφος Πέτρος Γρηγορίου γράφει στα 1975, τριάντα ένα χρόνια µετά την εκτέλεση:
«Κι όταν γίγαντας ισοπέδωσε τους ανακριτές και βασανιστές του, και νικητής περήφανος έστειλε το τελευταίο του µήνυµα στη µάνα του πηγαίνοντας για εκτέλεση, είχε την ψυχραιµία, στη γραφτή κληρονοµιά που άφησε, να σβήσει κάτι που δεν ταίριαζε! Λες δεν ταίριαζε στη στιγµή για να µη βαρύνει ο πόνος;
Λες να ‘ταν χαιρετισµός στην οµάδα του; Λες λόγος συνωµοτικός να τον υποχρέωσε; Πάντως, ήταν κάτι που δεν έστεκε στο µπόι του παλικαριού που πήγαινε για εκτέλεση, που πήγαινε ακόµα σε µια αποστολή, στην τελευταία απ’ όσες του ‘ταξε το κόµµα και ο λαός, και πήγαινε – µε την ίδια ψυχραιµία, µε την ίδια σοβαρότητα – κι έσβησε εκείνο που ‘θελε να πει, έσβησε την τελευταία του επιθυµία, µόνο για να περιφρουρήσει το κόµµα του τους συντρόφους του, ακολουθώντας τους συνωµοτικούς κανόνες.
Ένα βήµα πριν πέσει! Και µόνο γι’ αυτό, σύντροφε Νίκο, θα ήσουν µεγάλος! Σ’ όλη σου τη δράση όµως, είχες καταφέρει να έχεις µεγαλείο!»
Το παλιότερο κείµενο-µήνυµα που µας έχει αφήσει ο Νίκος Γλέζος, µαθητής τότε του Δ’ Γυµνασίου Αθηνών, είναι µια έκθεση της Στ’ τάξεως µε ηµεροµηνία 27-9-1942. Το χειρόγραφο στο κάτω µέρος είναι κατεστραµµένο κι έτσι λείπει ένα µέρος των σκέψεών του, όµως το σωζόµενο κείµενο “αποκαλύπτει” το χαρακτήρα του δεκαεπτάχρονου συγγραφέα του.
Το θέµα της έκθεσης «Απ’ το σχολείο στην κοινωνία», βαρύγδουπο και τυπικά επαναλαµβανόµενο, µε τη µια ή την άλλη διατύπωση, από τότε µέχρι σήµερα, ο Νίκος Γλέζος το αντιµετωπίζει µε αµεσότητα, σαν κάτι σοβαρό αλλά όχι δυσάρεστο, σαν κάτι που δεν είναι δύσκολο αλλά θέλει προσπάθεια.
Αυτό το “κάτι” είναι το πέρασµα από τη µικρή κοινωνία του σχολείου, στην “κοινωνία”.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι επαναλαµβάνονται κάποιες λέξεις: πρέπει, σκοπός, σοβαρή – σοβαρή δουλειά, σοβαρή εργασία. Λέξεις, που στη σκέψη, στα χείλη, στη γραφή ενός παιδιού, εκφράζουν αυτοπειθαρχία, δύναµη, οράµατα.
Κι ακόµα: «Δεν πρέπει ν’ απελπιζόµαστε και να φοβούµαστε τη ζωή, ούτε και να σταµατάµε µπροστά στο κάθε τόσο δα µικρό εµπόδιο…».
Γράφει ένα παιδί που έχει ήδη γνωρίσει τον πόλεµο, την Κατοχή, έχει δουλέψει από πολύ µικρό σαν φαρµακοϋπάλληλος και υπάλληλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και έχει ποτιστεί την ορφάνια από τα γεννοφάσκια του. Του έχουν δώσει το µικρό όνοµα του πατέρα του γιατί γεννήθηκε λίγους µήνες µετά από το θάνατο του πατέρα του.
Διαβάζουµε:
Απ’ το σχολείο στην κοινωνία
« – Τη στιγµή που καταπιάνεται κανείς µε κάθε δουλειά πρέπει πρώτα – πρώτα να ξέρει καλά τι θέλει και ποιος είναι ο σκοπός του. Και τον σκοπό αυτό πρέπει να τον κρατάει ολοκάθαρο µπροστά του, στο νου του και να προσπαθεί να τον πετύχει µε τα πιο κατάλληλα µέσα.
– Και µεις σήµερα αρχίζουµε µαζί αγαπητοί µου συµµαθητές µια δουλειά σοβαρή. Και όταν λέω σοβαρή, δεν εννοώ δυσάρεστη: Ίσα – ίσα πρέπει να µάθουµε πως µια σοβαρή εργασία πρέπει να µας δώσει τις πιο βαθειές και µόνιµες χαρές.
– Σε πέντε δέκα µέρες τελειώνουµε το σχολείο, που εκτός από τις γνώσεις, που µας έδωσε, αν και δεν είναι ούτε το ένα χιλιοστό απ’ τα άπειρα πράγµατα που πρέπει να ξέρει ο καθένας από µας, µας έδωσε µια µικρή εικόνα της… (κοι)νωνίας στην οποία θα ζήσουµε… (Στη) µικρή αυτή κοι(νωνία)… που κι αυτή θα είναι ένας µεγάλος συντελεστής για τη ζωή µας.
– Τελειώνοντας το σχολείο αφήνουµε µια ολόκληρη ζωή, µια ζωή πνευµατική. Τώρα θα ξεκουρασθεί το µυαλό µας απ’ τις θεωρίες που µαθαίναµε, αλλά θα κουρασθεί πάνω στις εφαρµογές των. Δεν είναι δύσκολη η εφαρµογή, αλλά θέλει λίγη προσπάθεια. Δεν πρέπει να απελπιζόµαστε και να φοβούµαστε τη ζωή, ούτε και να σταµατάµε µπροστά στο κάθε τόσο δα µικρό εµπόδιο που θα βρίσκεται µπροστά µας γιατί τότε η πρόοδος θα είναι αδύνατος.
– Εµπρός λοιπόν! Αν και δεν είµαστε και τόσο πολύ γυµνασµένοι απ’ τη µικρή κοινωνία του σχολείου, ας µπούµε και µεις µε το κεφάλι ψηλά και θάρρος να ζήσουµε στην κοινωνία, που τόσοι ζήσανε και ζούνε».
Ανάµεσα στη µαθητική έκθεση και στο τελευταίο µήνυµα πριν από την εκτέλεση ανάµεσα στο “κατώφλι προς τη ζωή” και στο θάνατο, παρεµβάλλονται τα µηνύµατα του Νίκου από τα κρατητήρια.
Σύντοµα µηνύµατα, γρήγορα γραµµένα όπως φαίνεται από το γραφικό χαρακτήρα, που καταφέρνουν να δώσουν όσες παραγγελίες χρειάζεται, από το όνοµα του διοικητή του κρατητηρίου Τιµητικής Φρουράς Αγνώστου Στρατιώτου, µέχρι την έγνοια για την οικογένεια που δεν θα µπορεί να του πηγαίνει φαγητό κάθε µέρα, γιατί τα κρατητήρια στο Γουδί είναι µακριά.
«…γι’ αυτό να µου φέρνετε κάθε 2-3 µέρες ξηρή τροφή.»Κι ακόµα δεν παραλείπει να εκφράσει την τρυφερότητά του για τη µικρή αδελφούλα που έµαθε ότι της έκοψαν τα µαλλιά και δεν µπορεί να φανταστεί πως ακριβώς την έκαναν!
Ανάµεσα στα προσωπικά χαρτιά του Νίκου, η “βεβαίωση του Γενικού Κρατικού Νοσοκοµείου” και η “Απόδειξη Πληρωµής” δια την Σχ. Εφορείαν της Μ. Π. Ακαδηµίας.
Σύµφωνα µε τη βεβαίωση, ο Γλέζος Νικόλαος ενοσηλεύθη στην Ορθοπεδική Κλινική από 18-5-42 µέχρις 18-6-42 δια κάταγµα κάτω τριτηµορίου αριστεράς κνήµης.
Στις 18-5-42 είχε χτυπηθεί από Γερµανική µοτοσυκλέτα. Απ’ το κάταγµα στο πόδι, θ’ αναγνωρίσει η οικογένειά του τα οστά του στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών, στις 24 Ιουνίου 1947, ανάµεσα στα οστά των εκτελεσµένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Από τον Οκτώβριο του 1942, ο Νίκος γίνεται µέλος του ΕΑΜ Νέων στο Μεταξουργείο και συµµετέχει ενεργά στην Εθνική Αντίσταση.
Μέσα σ’ όλα αυτά µπαίνει στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδηµία.
Από τη µια η Κατοχή και η Αντίσταση, από την άλλη η ελπίδα για την ώρα της λευτεριάς, η προσπάθεια να συνεχίσει την πορεία του κατά τρόπο “φυσικό”, “συνηθισµένο”, ένα παιδί δεκαεπτά χρόνων.
Κάποια χαρτιά, πρόχειρα αποκόµµατα, “µιλούν” όµως και για άλλα πράγµατα. Είναι γραµµένα από τη Μάνα του κι αναφέρουν αστυνοµικά τµήµατα, αστυνοµικούς διοικητές, διευθύνσεις τµηµάτων και διοικητών.
Διαβάζουµε:
Νικόλαος Γλέζος του Νικολάου
γεννηθείς 1925 Ευρίσκεται εις 1oν Τάγµα Ευζώνων Γουδί
Διοικητής Μπλιτζανόπουλος
Εστάλη παρά
του Ι. Χριστοδουλέα
Διοικητικού τιµητικής Φρουράς
Αγνώστου Στρατιώτου
Ηρώδου Αττικού 9
(κατοικία Λεωνίδου 14-ώρ 8 µ.µ.)
Πόση αγωνία, πόση ένταση όταν γράφεις το όνοµα του παιδιού σου µαζί µε τα ονόµατα των βασανιστών του και τους τόπους του µαρτυρίου του για να τα δώσεις κάπου, σε γνωστούς ίσως, που θα µπορούσαν να βοηθήσουν για την αποφυλάκισή του.
Και τι δύναµη απαιτείται για να τρέξεις, να προλάβεις…
«Αναλύεται τάχα ο πόνος; Δέχεται ανάκριση; Όχι λένε τα δάκρυα, όχι λένε τ’ αναφυλλητά…» γράφει ο Μανώλης Γλέζος στα 1947.
Πόσες άραγε γυναίκες βρέθηκαν στην ίδια θέση;
Στις 13 Απριλίου 1944, ο Νίκος Γλέζος συλλαµβάνεται από συνεργάτες των κατακτητών και βασανίζεται στο Α’ Αστυνοµικό Τµήµα, στη Φρουρά Παλαιών Ανακτόρων, στο 1ο Τάγµα Γερµανοτσολιάδων στο Γουδί απ’ όπου παραδίνεται στους Γερµανούς, οι οποίοι τον βασανίζουν στην οδό Μέρλιν και στο Χαϊδάρι.
Ο Πέτρος Γρηγορίου γράφει:
«Κι όταν Μ. Παρασκευή είχε τσακισµένο όλο του το κορµί, και περισσότερο τα χέρια του, από τα βασανιστήρια, κι όταν παραµορφωµένος µες στους παραµορφωµένους έπρεπε να βογγάει, αυτός τάιζε γάλα το σύντροφό του µε το µπουκάλι, του χαµογελούσε και τραγουδούσε «εδώ µέσα είναι ζεστά κι είναι τα ξώφυλλα κλειστά…», για να του απαλύνει τον πόνο, ξεχνώντας το δικό του πόνο.
Δεν ήταν υπέροχες οι στιγµές της Μ. Πέµπτης του 1944, µέσα κι έξω απ’ το αστυνοµικό τµήµα της οδού Λέκκα; Λιγοστοί οι τυχεροί που καµάρωσαν λεβεντιά. Η σκηνή στο δρόµο κάπως έτσι: Άγριος στην όψη ο Νίκος, κρατούσε-βοηθούσε τραυµατισµένο από σφαίρες το Γιώργη (Ανδρεάκο), επίσης άγριο στην όψη.
Γύρω τους, πάνω από είκοσι άντρες της “ειδικής” και ταγµατασφαλίτες. Μόλις τους κέρδισαν από την αστυνοµία, προσπαθούν γρήγορα, µε τις κάννες των όπλων τους στους κροτάφους, να τους φορτώσουν. Κι εκείνοι, περιφρονούν, αηδιάζουν, αντιστέκονται, όχι για να µην προχωρήσουν – δεν είχαν αυταπάτες! Σαν άντρες θέλανε µόνοι τους να βαδίσουν. Κι οι αστυφύλακες, βουβοί θεατές στο πεζοδρόµιο, σκεφτικοί και αµήχανοι. Ως που να! Στέκεται ολόρθος ο Γιώργης – πάντα αγκαλιά µε το Νίκο – σηκώνει ψηλά ένα ρεµπούπλικο που κρατάει και βλέποντας προς τους αστυνοµικούς φωνάζει: Για σας αδέρφια αστυνοµικοί.
Με µιας, σε µια υπέροχη προσπάθεια, σπρώχνουν κι οι δυο µαζί µε αηδία και περιφρόνηση τους αποχαυνωµένους ασφαλίτες µε τ’ αυτόµατά τους και τα πιστόλια τους, και περήφανοι, περνούν στ’ αυτοκίνητο µόνοι τους, µ’ ένα χαµόγελο νίκης…
‘Υστερα, στην Ηρώδου Αττικού, ένα ολόκληρο τσούρµο κοπανούσε το Νίκο. Δεν έβλεπες µε ποιό τρόπο. Άκουγες µόνο ξερούς γδούπους και πρόστυχες βρισιές. Αυτός δεν έβγαζε άχνα! Άκουγε το Γιώργη που στ’ αναρρωτήριο φώναζε, και λες δεν ήθελε να χάσει ούτε λέξη.
Τον Ανδρεάκο τον κοµµουνιστή υπονωµατάρχη της χωροφυλακής τον βασάνισαν απάνθρωπα – χέρια, πόδια, δόντια – και τον πέταξαν από την ταράτσα και… τελείωσε. Κι ο Νίκος, στο παλιό Υπουργείο Στρατιωτικών ζει ακόµα. Γίνονται κι άλλες απόπειρες απόδρασης… Κι άλλες σφαίρες και βασανιστήρια. Λίγοι που γεννήθηκαν χριστιανοί, βασανίστηκαν τόσο άγρια την ώρα ακριβώς που οι καµπάνες χτυπούσαν πένθιµα τον Επιτάφιο! Μεταγωγή, και στις 10 του Μάη περνάει κι αυτός στους αθάνατους, µε το προνόµιο πως έζησε µόνο νέος. Αγνός!»
Την άνοιξη του 1944 η Αντίσταση έχει φουντώσει σ’ όλη την Ελλάδα, η χαραυγή της απελευθέρωσης διαφαίνεται αλλά ακριβώς γι’ αυτό και οι Γερµανοί, µανιασµένοι δεν ξέρουν που να χτυπήσουν και ποιόν να σκοτώσουν. Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής εκτελέστηκαν 13 πατριώτες στα 1942, 147 στα 1943 και 440 στα 1944.
Στα “Φύλλα Κατοχής” η Ι. Τσάτσου σηµειώνει στη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1944:
«Όλα τους ξεφεύγουν, όλα τα φοβούνται… Δε θέλουν µε κανένα τρόπο να δώσουν τα ονόµατα των εκτελεσµένων (την Πρωτοµαγιά) ούτε καν στο Γερµανικό Ερυθρό Σταυρό. Δε θέλουν ν’ ακούσουν τίποτα, είναι φανατισµένοι. Φοβούνται και τον ίσκιο τους ακόµα… Ο αέρας είναι φουντωµένος από λευτεριά, όπως την άνοιξη από µυρωδιές. Και ο Έλληνας αρνιέται πια να δεχτεί το θάνατο. Και όµως εκείνος απλώνει ασφυκτικά και καταντά σύµπτωση η ζωή. Οι εχθροί είναι ασύδοτοι. Θέλουν ίσως να εκδικηθούν που φεύγουν από τον τόπο µας, χωρίς ποτέ να υπάρξουνε αληθινοί νικητές.»
Ακόµα και στις 7 του Οκτώβρη 1944, η Ι. Τσάτσου γράφει:
«Οι Γερµανοί θα φύγουν, φεύγουν και όµως είναι ακατανόητο, χτες πάλι τουφέκισαν είκοσι πέντε.»
Όλη η Ελλάδα δίνει καθηµερινά σκληρές µάχες και η Αθήνα, πάντα κέντρο της Ελλάδας, γίνεται από µιας αρχής, όπως γράφει ο Ροζέ Μιλιέξ στο βιβλίο του “Ηµερολόγιο και µαρτυρίες του πολέµου και της Κατοχής”, η πρώτη αντιστασιακή πρωτεύουσα της Ευρώπης χάρη στις συγκεντρώσεις, στις διαδηλώσεις, στις πορείες, στην ένταση και στην επαγρύπνιση των παιδιών της. «Η πόλη έχει ανάψει». Στα 1943 η Αθήνα διεκδικεί παγκόσµια δόξα στον τοµέα της παθητικής αντίστασης: απέτυχε η επιστράτευση του αστικού πληθυσµού. Νίκη του άοπλου θάρρους! Τα όπλα της Αντίστασης στην Αθήνα, ο παράνοµος τύπος, η προπαγάνδα στους τοίχους, το χωνί που διαδόθηκε πολύ.
Μα το καλύτερο όπλο, πάντα σύµφωνα µε το Ροζέ Μιλιέξ, η παραδειγµατική συνεργασία και αλληλεγγύη όλου του πληθυσµού.
«Εµείς που είδαµε τον ελληνικό λαό στον αγώνα, ξέρουµε πως όταν τον ξεσηκώνει µια συλλογική πίστη, δεν έχει όµοιό του για να περάσει από τον ατοµικισµό του εγώ στην τέλεια πειθαρχία του εµείς».
Ήταν τόσο τέλεια η πειθαρχία του “εµείς”, τόσο σκληρή η συµπεριφορά των Γερµανών, όχι µόνο απέναντι στους κρατουµένους, αλλά και απέναντι στους νεκρούς και στις οικογένειές τους και τόσο δύσκολες και πικρές οι συνθήκες µετά την Κατοχή, που χρειάστηκε να περάσουν χρόνια και χρόνια για να αφιερώσει κάποιος, όπως γράφει ο Πέτρος Γρηγορίου, έστω δυο γαρύφαλα σκέψη, σε δυο από τους συναγωνιστές του της Αντίστασης, το Νίκο Γλέζο και το Γιώργη Ανδρεάκο.
‘Ενας επαναστατηµένος διαδηλωτής των δρόµων της Αθήνας, µια γνωστή φωνή µέσα από το χωνί που ενθάρρυνε και ξεσήκωνε τις γειτονιές, ένα χέρι που έγραφε Ελευθερία ή Θάνατος στους τοίχους, ήταν ο Νίκος Γλέζος.
«O Νίκος δεν έβλεπε καλά χωρίς γυαλιά, γράφει ο Πέτρος Γρηγορίου, κι όµως, δεν ξέρω γιατί δε φορούσε! Αυτό το έκρυψε µ’ επιµέλεια από τους υπεύθυνούς του για να µην τον αποµακρύνουν! Έκλαψε σαν παιδί όταν τον µάλωσαν σα βρέθηκε οπλισµένος και υποχρεώθηκε να δώσει µάχη µε πολλούς τσολιάδες κάπου κοντά στη γειτονιά του και νίκησε. Οι φίλοι τους της οµάδας του τον θαύµαζαν κι αυτός έκλαψε µήπως και του αλλάξουν πόστο και… τον απαλλάξουν απ’το µόνιµο κίνδυνο!!!
Τον µέθαγε θαρρείς η θέα της Γερµανικής µπότας και κάθε προδότη. Σάρκαζε τον κίνδυνο. ‘Όποιος δεν τον γνώριζε δεν θα µπορέσει ποτέ να πιάσει εκείνο το περιπαιχτικό του χαµόγελο. Ήταν έτοιµος να θυσιαστεί.
Στις δύσκολες στιγµές ήταν ψυχρά-ψύχραιµος και δεν έκανε το ελάχιστο εκτός από κείνο που εξυπηρετούσε τον αγώνα. Ας εξηγήσουν άλλοι το φαινόµενο Νίκος Γλέζος.»
‘Οµως η πολιτεία – η Αθήνα – από τη µια γίνεται µάρτυρας µιας αγωνιστικότητας εξαιρετικής µέσα σ’ όλη την κατεχόµενη Ευρώπη, κι από την άλλη, ακριβώς γι’ αυτό, «βουίζει µπροστά στα κάγκελα των φυλακών».
Ήταν τότε πολλές φυλακές. Κι ήταν γεµάτες οι φυλακές.
Το Χαϊδάρι µες στη νύχτα….
Όλα τα µάτια καρφωµένα στο Χαϊδάρι.
Η πολιτεία τριγύρω στο Χαϊδάρι, ξαγρυπνώντας
δαγκώνοντας το βόλι της σιωπής µέσα στα
δόντια της. Ξέραν οι αγωνιστές.
Δε βογγούσαν.
Οι γειτονιές θυµούνται. Οι γειτονιές
δε θέλουν να ξεχάσουν. Τα χαράµατα
οι οµοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα
τα φώτα του Χαϊδαριού. Η συσκότιση. *
Το Χαϊδάρι και το Σκοπευτήριο της Καισαριανής σφραγίζουν τον αγώνα και τη Θυσία του δεκαεννιάχρονου Νίκου Γλέζου στις 10 του Μάη του 1944, καθώς και 90 ακόµα πατριωτών.
Στο µνηµόσυνο του Νίκου Γλέζου που έγινε στην Καταπολιανή της Πάρου στις 31 Μαΐου 1964, στην επέτειο των είκοσι χρόνων από την εκτέλεσή του, ο Νίκος Κατσουρός είπε µεταξύ των άλλων:
«Η λίγη ζωή του Νίκου Γλέζου γεµίζει την αιωνιότητα.
Ο χαµός, ο θάνατος των παλικαριών γεννούσε τη ζωή των Λαών της Οικουµένης.
Χάθηκαν για τη µεγάλη ιδέα – τη Λευτεριά. Και τώρα ο χαµός του είναι αθανασία.
Μέσα στην πορεία των αιώνων υπάρχουν τρεις σταθµοί ηρωϊσµού και θυσίας µεγάλης, που αποτελεί όρκο για τους νεώτερους.
Στο Μαραθώνα στήσανε την επιτύµβια στήλη µε τρία λόγια «Ελλήνων προµαχούντες Αθηναίοι». Είναι ο πρώτος σταθµός.
Στις Θερµοπύλες µια δεύτερη στήλη µε το «ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιµονίους ότι τείδε κείµεθα τοις κοίνων ρήµασι πειθόµενοι» είναι ο δεύτερος σταθµός.
– Δεν έπρεπε να περάσουν οι βάρβαροι. – Δεν έπρεπε να µολύνουν τον ιερό χώρο της Ελληνικής Πατρίδας.
Εδώ στην Πάρο θα µπορούσαµε να στήσουµε ένα κενοτάφιο µε επίγραµµα το τραγικό µήνυµα του σκούφου «Αγαπητή Μητέρα πάω για εκτέλεση», θα είναι ο τρίτος σταθµός.
Και ας έλθει κατόπιν ένας Κυκλαδίτης Κάλβος να γράψει την ωδή προς τα παιδιά της Αντίστασης.
Ας µη βρέξει ποτέ – Το σύννεφον και ο άνεµος Σκληρός ας µη σκορπίσει το χώµα το µακάριον, που σε σκεπάζει αγαπητέ Νίκο Γλέζο.»
Η βεβαιότητα για την αξία της θυσίας, που εκφράζουν τα ακόλουθα λόγια του Μανώλη Γλέζου, ήδη στα 1947 (σαν από τα χείλια των παλληκαριών που εκτελέστηκαν), δεν επιτρέπεται να μας οδηγήσει απλά σ’ ένα τιμητικό πανηγυρισμό για τη νιότη που θυσιάστηκε:
«Ε!… σεις που μένετε στη ζωή. Το αίμα μας και τα δάκρυα σας δεν πάνε χαμένα. Ποτίζουν το δέντρο της λευτεριάς.»
Ισως ταιριάζει περισσότερο με το χαμόγελο, τη δύναμη, τη σοβαρότητα και τον αγώνα του Νίκου Γλέζου, να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να τροφοδοτήσουμε, να ενισχύσουμε τη ΜΝΗΜΗ μας σχετικά με όλα αυτά που είναι η ιστορία μας, έτσι ώστε να μπορούμε αληθινά να τιμούμε τους ήρωες μας, όχι με λόγους πανηγυρικούς, αλλά με πράξεις.
Το κείμενο αυτό ήταν η ομιλία της Σοφίας Αντ. Κατσουρού, όπως εκφωνήθηκε στο πολιτικό μνημόσυνο που πραγνατοποιήθηκε στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων, με την ευκαιρία των 45 χρόνων από την εκτέλεση του Νίκου Γλέζου.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στα “ΑΠΕΡΑΘΙΤΙΚΑ”, τεύχος 4 (1989).
Και ένα ποίημα γραμμένο από τον Μανώλη για τον Νίκο
“Ήρθες και πάλι….
Τη βραδυνή εχτές, τη λυχναφή ώρα,
ήρθες και πάλι να με βρεις.
Να με ρωτήσεις ήθελες
για τις αυλές που παίζαμε
την παιδική μας αθωότητα
κι οι σύνοικοι χορεύανε τις χαρές
και μοιρολογούσανε τις λύπες.
Μάθε,λοιπόν,πως ζούνε μόνο οι χωριανές αυλές
κι’όταν χαμηλώσουν τα σπαθιά του κρύου
κι’έρχονται οι ξενικοί
ξεχειλούν τα γλέντια στις ρύμνες
και ξεφαντώνουν με τα αερικά του νου.
………………………………………………
Σ’απάντησα σ’όλα, αδελφέ μου.
Μη μου ζητήσεις όμως
να σου δώσω πίσω τα χρόνια της ζήσης
που εγώ ζω κι’εσύ δε ζεις.
Δεν μπορώ, δε δύναμαι.
Πασχίζω μόνο
Να μην αφαιρούν οι άνθρωποι
τη ζωή των συνανθρώπων τους.
Μάρτυρές μου οι κλεψύδρες
καθώς μετρούνε τις σταγόνες του νερού
εξήντα τέσσερα χρόνια παρά κάτι,
από τότες που ο Χάροντας θέρισε τα χρόνια σου
μα δεν τα κατάφερε να θερίσει το μπόι σου
κι ο νήσκιος του ξεπέρασε τον όποιο χρόνο.
Αίσθηση, ψευδαίσθηση,παραίσθηση;
ΝΟΙΩΘΩ ΝΑ ΖΕΙΣ ,ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ”
Μανώλης Γλέζος, Μάρτης 2008